Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Μας βάλανε τη θηλιά στο λαιμό...


Βάλε το μυαλό και την καρδιά σου να δουλέψει,
για να δούμε, αν το ασήκωτο το βάρος,
από τα μέτρα της ντροπής της τρόικας θα αντέξει...

 
Η Ελλάδα το διαμάντι! μα κι η πέτρα του σκανδάλου της
Ευρώπης,
έγινε το μαύρο πρόβατο και το πειραματόζωο
στα βρώμικα παιχνίδια τους, για την υποδούλωση
της νιότης!

Οι πολιτικοί πατριώτες και οι αχόρταγοι άρπαγες
και ανεύθυνοι εξουσιαστές μας,
μας παρέδωσαν άνευ όρων στους εταίρους μας και 
φίλους δανειστές μας.

Να παίζουνε στα  ζάρια και να κάνουνε παζάρια,
για να μάθουνε, αν θα μπορέσουν τούς φτωχούς λαούς
του νότου σε επιτήρηση να θέσουν.

Με τη λιτότητα, τη φτώχια, την Ελλάδα, πρώτο θύμα
και με έπαθλο το χρήμα, να πετύχουν το σκοπό τους,
και να γίνουνε δυνάστες έξω από την χώρα  τους,
τα τέρμα το δικό τους.

Μας μπλέξανε στα δανικά με συνενόχους τους,
ανθρώπους τους δικούς μας και μας μπάσανε στα γρανάζια
μιας κρεατομηχανής και μιας άδικης σφαγής.!

Με τόκους και συνθήκες απαράδεκτες να μη μπορέσουνε
το χρέος μας να δώσουμε, για να επανορθώσουμε,
την ένδοξη πατρίδα μας και την αξιοπρέπεια μας
να διασώσουμε.

Μας βάλανε μια θηλιά στο λαιμό,
και μας τραβάνε σαν τα ζώα στον πνιγμό.
Οι φασίστες οι απόγονοι του Χιτλέρ,
το τείχος του αίσχους γκρέμισανε και ελεύθεροι εζήσανε,
και με τα δικά μας τα λεφτά που μας τα χρωστάνε τελικά.-
                  
                         



                                                                              



                                                                                      ΦΑΙΔΡΑ  ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΡΑΓΑΤΣΟΥ  

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΕΓΩ ΗΜΟΥΝ ΜΟΝΟΣ...



Και τότε που εγώ ήμουν μόνος! εσύ που ήσουν;
Ένοιωθες τον βρόγχο της μοναξιάς μου να σε πνίγει;
Ένοιωθες τη ματιά μου θολή στη ψυχή μου τη σκοτεινιασμένη;
Ένοιωθες τρόμο στη σκέψη μήπως και ξεχάσεις;
και τότε που εγώ ήμουν μόνος, εσύ που ήσουν;




Και τότε που εγώ ήμουν μόνος, εσύ που ήσουν;
Θόλωνες σαν την τρυγόνα το νερό που έπινες,όπως εγώ;
Θόλωνες τη σκέψη σου με αναμνήσεις για να μην κλάψεις;
Θόλωνες τη χαρά με τη θλίψη , για παρηγοριά;
Και τότε που εγώ ήμουν μόνος,εσύ που ήσουν;




Και τότε που εγώ ήμουν μόνος εσύ που ήσουν;
Είχες αράξει στο καρνάγιο σαν σκαρί, σπασμένο από τη φουρτούνα;
Ή είχες αράξει στης ζωής το τσίρκο, σαν παλιάτσος ;
Ή είχες αράξει σε απάνεμο λιμάνι, περιμένοντας 
                            να ταξιδέψεις μόνο στη γαλήνη;
Και τότε που εγώ ήμουν μόνος, εσύ που ήσουν;












                                                                                        ΦΑΙΔΡΑ  ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΡΑΓΑΤΣΟΥ

Β Α Γ Γ Ε Λ Ι Ω



Το έπαιζε αγαθονιά η Βαγγελιώ η νοικοκυρά.
Την αγάπησε ο Μανωλιός, ψαράς απ' το Αγαθονήσι.
Της έβαλε στεφάνι, την έφερε στον Πειραιά
και την έκανε αρχόντισσα κυρά.

Μέρα και νύχτα δούλευε σε ψαράδικο καϊκι,
για να κερδίζει χρήματα
κι από τη γυναικούλα του τίποτα να μη λείψει.

Μα θαμπώθηκε η Βαγγελιώ
από τα θέλγητρα της πόλης
κι άρχισε να θωπεύεται
με τη λάμψη των αστέρων.

Να βγαίνει σιγά σιγά από τ' αυγό
και να μυρίζει τ' άρωμα
της κάθε λουτρόπολης.

Για να μπαίνει στα πλατό
με το ποτό του Διονύσου
στη μούχλα των αιθέρων.

Ξεστράτησε η Βαγγελιώ η παραπονεμένη
και ζήταγε από το Μανωλιό
τις νύχτες πια να βγαίνει.

Καμάρι μου και μορφονιέ,
λατρεμένε μου αντρούλη,
πλήττω η κακόμοιρη εδώ με
θα πάθω ασφυξία.

Τι να τα κάνω τα λεφτά
κι αν έγινα κυρία,
κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού,
μονάχη σαν κουρούνι.

Τα έχασε ο Μανωλιός, τι άλλο πια να κάνει;
Σαν το κοπέλι δούλευε, σα βρύση κουβαλούσε
κι η Βαγγελιώ φαινότανε
λες και τον απειλούσε.

Δεν της έφταναν όλα αυτά,
ήθελε παραπάνω.
Την αγάπη και τον έρωτα
τα έβαζε από κάτω.

Άρχισε να αγκομαχά,
να κλαίει σαν τον γκιόνη
και ο μπούστος μες στα στήθια της
σα γλάρος να φουσκώνει.

Τότε κατάλαβε ο Μανωλιός
σε τι λάκκο είχε πέσει.
Αιώνια γυναίκα, πονηρή αλεπού.
Κι αν της χαρίσεις την καρδιά,
το σώμα και το αίμα,
αυτή θέλει πιο πολλά
να πάει πάρα πέρα.

Βουτήχτηκε ο καψερός στον πόνο και στη θλίψη
και τράβηξε για το χωριό, το στέρφο Αγαθονήσι,
μα ορκίστηκε στον Άι Λια ποτέ γυναίκα όμορφη
να μην ξαναγαπήσει.

Να τραγουδάει τον καημό
της τράτας του την τρέλα
και να χει γι ασυντροφιά
του Λιάκου τη φλογέρα.

                                        

                                                                                




                                                                               ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ - ΚΑΡΑΓΑΤΣΟΥ

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΧΑΜΕΝΟΣ....



Πόσο φοβάμαι μη φτάσει η στιγμή να διαλέξεις!
Δε θέλω να έρθεις στο μεγάλο το δίλημμα,
το φοβάμαι, γιατί δε θα πάρω τον άσσο,
ξέρω, με την πρώτη σου σκέψη θα χάσω.

Θα δώσεις σε άλλον την πρώτη σειρά,
εμένα θα βάλεις πιο κάτω, εκεί χαμηλά.
Τι σημασία έχει ποιος ζει ή πεθαίνει!
Για σένα τι σου είμαι, ιστορία χαμένη.

Δε θα ζητήσω αναμνήσεις στο νου σου να φέρεις.
Τι σημασία για σένα, το ρόλο τον παίζει η καρδιά.
Για μένα μονάχα πικρές αναμνήσεις,
το άλλον θα κρατήσεις, εμένα θα σβήσεις!.

Όμως εγώ αν σκεφτώ τα παλιά περασμένα,
τι να τα κάνω τόσο μικρά μπροστά σε σένα! 
Είσαι η πρώτη μεγάλη βαθιά στην ψυχή χαραγμένη,
είσαι μια Εύα στον Αδάμ κολλημένη.-

                       

                                                                  







                                           ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ-ΚΑΡΑΓΑΤΣΟΥ

Οι Πόλεις δίχως Ουρανό


Οι πόλεις δίχως ουρανό! με αναμμένα σπίρτα!
Και οι άνθρωποι φαντάσματα, κυκλοφορούν τη νύχτα.
Μαζεύουνε τα πτώματα, όπως τα μαύρα πρόβατα...
Εκεί στα ξημερώματα μέσα από τα κυκλώματα!


Θεό! βαφτίζουν το φονιά, τον Άγιο! διαβολάκι!
Και στήνουν πάντα στην πυρά, το αθώο ανθρωπάκι!
Θέλουν να κάνουν διάλογο, μα μιλάει πάντα ο ένας...
Και όταν φτάνουν στο ψητό, δεν απαντάει κανένας.


Οι πόλεις δίχως ουρανό και ο ήλιος μαύρη τρύπα.
Μαζεύει στάχτες και καπνό και πνίγει τον Ωκεανό.
Παπάδες και πολιτικοί μιλάνε για αγάπη...
Μα όλοι πίνουν ρεφενέ στο ίδιο μαγαζάκι.


Οι πλούσιοι έχουν δύο θεούς το ψέμα και το χρήμα.
Λαδώνουνε τούς δικαστές που γέρνουνε πρός τα λεφτά.
Τρελαίνουνε τη ζυγαριά, ρίχνουν το βάρος στο φτωχό
Και τον βαφτίζουνε τρελό.





   


                                                                                         ΦΑΙΔΡΑ  ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ  ΚΑΡΑΓΑΤΣΟΥ

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ ΕΓΩ ...




Τον αυγερινό κοιτούσαμε αγάπη μου μαζί.
Θυμάσαι πως σου έλεγα πως ήμουνα εγώ;
Πως από κει ψηλά θα κοίταγα τη αυλή σου;
       Δεν πρόλαβα, όμως, στα τόσα μου να σου πω 
" Σ' α γ α π ώ ".

Δε σου είπα στη ζάλη της χαράς μου,
μόλις φύγεις από κοντά μου, διπλή μαχαιριά.
Δε σου είπα, όταν χάνω την ανάσα σου, πόσο πονώ.
Πόσα μπορεί να πει ο αυγερινός σου, ζωή μου!

Μόνος, τώρα, θα πλανιέμαι στη μονοτονία της νύχτας,
καρτερικά περιμένοντας, να έρθει το χάραμα της αυγής,
να αντικρίσω, στην άλλη άκρη του ορίζοντά μου,
εσένα αστέρι μου, την πούλια μου, που ποτέ δε θα φτάσω.

                                                                                    

                                                                                      ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ - ΚΑΡΑΓΑΤΣΟΥ

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Όταν έπεφτε ένα ★ Αστέρι ★


'Ηταν νύχτα θυμάμαι και σου είπα φοβάμαι!
να τα πάω κόντρα με τον καιρό.
Κι εσύ μου άπλωσες το χέρι, όταν έπεφτε ένα αστέρι
και μου ψιθύρισες γλυκά το " Σ' αγαπώ ".

 
Είχα στρες και αγωνία και φοβόμουν τα θηρία,
που με κοίταζαν με βλέμμα αγριωπό!
Κι εσύ μου άπλωσες το χέρι, όταν έπεφτε ένα αστέρι
και μου ψιθύρισες γλυκά το " Σ' αγαπώ".

 
'Ηταν νύχτα θυμάμαι και σου είπα φοβάμαι!
το φεγγάρι μεθυσμένο πέφτει από τον ουρανό.
Κι εσύ μου άπλωσες το χέρι, όταν έπεφτε ένα αστέρι
και μου ψιθύρισες γλυκά το " Σ' αγαπώ".

 
Με είχε πιάσει μια μανία και φοβόμουνα τη βία,
όταν έβλεπα το άγαλμα του Λένιν να βουλιάζει στο κενό...
Κι εσύ μου άπλωσες το χέρι, όταν έπεφτε ένα αστέρι
και μου ψιθύρισες γλυκά το " Σ' αγαπώ".

 
Τώρα έχω εσένα, δε φοβάμαι κανέναν.
Τι με νοιάζει εμένα αν νομίζουν οι άλλοι
ότι είναι δυνατοί και μεγάλοι!

                                             
 
 
 
 
 
 
                                                                                  ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ - ΚΑΡΑΓΑΤΣΟΥ

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Τ Σ Ο Υ Ν Α Μ Ι ...



Θα ανέβω εκεί στον 'Ολυμπο, που κατοικεί ο Δίας,
να τον ρωτήσω να μου πει, γιατί έγινε κόλαση η ζωή!
Και η θάλασσα μια ταραχή, με τα άγρια νερά της,
απλώνεται σ'όλη τη γη και πνίγειτα παιδιά της.

Εκεί που ήταν παράδεισος και οι άνθρωποι ωραίοι,
δεν πολεμούσαν για λεφτά, είχαν χρυσάφι στην καρδιά,
φτιάχνοντας τα σπιτάκια τους, ζούσαν με τα παιδιά τους
και ήταν για όλους ανοιχτή, η ζεστή αγκαλιά τους.

 Θα φύγω από τον Όλυμπο, θα πάω και στην Κρήτη,
να δω τον ήλιο το πρωί από τον Ψηλορείτη.
Να δω τους δώδεκα Θεούς, που κατοικούν στους ουρανούς!

Να κλάψω να προσευχηθώ,
να τους ρωτήσω να τους πω,
γιατί δεν σβήνουν τη φωτιά
που καίει τον πλανήτη.-




                                                                   




                                                              ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ-ΚΑΡΑΓΑΤΣΟΥ