Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Της μοίρας τα γραμμένα...

Σκοτώνω την ώρα μου όταν ψάχνω να βρω μια λύση.
Η ζωή μου κυλάει και χάνεται και το αστέρι μου φτάνει στη δύση.
Πόσες μέρες και πόσες νύχτες δεν πήγαν χαμένες;
Και αυτό που περίμενα ήταν άπιαστο όνειρο,
Αφού οι ελπίδες μου στα φαντάσματα του χθες,
Είναι τώρα θαμμένες.

Με σπασμένο το σταυρό του παρελθόντος,
Ανεβαίνω το Γολγοθά μου του παρόντος.
Ένα σύννεφο που σκεπάζει της καρδιάς μου το κενό.
Και σκίζει σαν μαχαίρι τις σάρκες μου στα δυο.
Πίστευα πως ο έρωτα θα ήτανε Θεός,
Μα με χτύπησε πισώπλατα γιατί δεν έφτανε τόσο ψηλά. Ήταν πολύ μικρός.

Και τι δεν θα έκανα, την αγάπη να γνωρίσω.
Ακόμα και να θυσιαστώ, για έναν άνθρωπο που πίστεψα, Πως θα τον αγαπήσω.
Μα ζωντανή σταυρώθηκα και εγώ σαν τον Χριστό!
Γιατί το όνειρο που έζησα δεν ήταν αληθινό!
Ένα ψέμα που με πότισε με πόνο και με δάκρυ,
Όσο και αν είχα, τα έδωσα και όμως έμεινα μονάχη.

Ίσως να ήτανε γραφτό, της μοίρας μου το ριζικό.
Να μην βρεθεί στο δρόμο μου αυτός που λαχταρούσα
Σαν τα πουλιά μες τις φωλιές, ζεστή αγκαλιά ζητούσα.
Να ζευγαρώνουμε τα δυο και να κυλάει ο χρόνος,
Όπως το γάργαρο νερό που ξεδιψάει ο κόσμος.

Διαβάτης είμαι πάνω στη γη, ψάχνω να βρω ταίρι
Και όταν απλώνω τα φτερά,στέκει μπροστά μια μάγισσα Και μου κρατάει το χέρι!
Φοράει τα μαύρα πέπλα της, την άχαρη στολή της,
Δείχνει τα δόντια τα σκληρά, δείχνει τη δύηναμή της.
Την ώρα που γεννιόμουνα , ήταν και αυτή στη γέννα
Και έγραφε την μοίρα μου, με την δική της πέννα.-




ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ - ΚΑΡΑΓΑΤΣΟΥ

Ο ΤΖΩΝ Ο ΕΛΛΗΝΑΣ


Ο Τζων ο Έλληνας, έτσι τον αποκαλούν οι φίλοι του της Αμερικής, ζει στη Νέα Υόρκη, ως μόνιμος κάτοικος, πάνω από τριάντα χρόνια. Είναι ένας επιτυχημένος πάμπλουτος τραπεζίτης, που διαχειρίζεται και προστατεύει το χρήμα των καταθετών της Μεγάλης Ηπείρου. 
 
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελλάδα και, μάλιστα, στην πρωτεύουσα, την Αθήνα, διετέλεσε για πολλά χρόνια υπουργός Παιδείας, γόνος πολιτικής δυναστείας, που την κληρονόμησε από τον πατέρα ο γιος. Έτσι γινόταν συνήθως, τους προτιμούσε ο λαός και στις εκλογές οι Βελισσάριοι έβγαιναν πάντα πρώτοι. Παντρεύτηκε την Αμαλία, κόρη του μεγαλοεφοπλιστή Ροδόπουλου, ολόκληρο στόλο κληρονόμησε από τον πατέρα της.

Οι δύο νέοι ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου, όχι βέβαια από κεραυνοβόλο έρωτα ούτε από αγάπη, αλλά από συνήθεια, έτσι όπως συμβαίνει στις μεγάλες οικογένειες, για κοινωνικούς λόγους.

Το χρήμα να πάει στο χρήμα, η δόξα να πάει στη δόξα και η ζωή συνεχίζεται. Δεν ήταν και άσχημα..δύο νέοι άνθρωποι που τα είχαν όλα, ομορφιά, μόρφωση, καριέρα, ατράνταχτη κληρονομιά, τι άλλο να ζητήσουν από τη ζωή! 

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η αγάπη έχει δευτερεύουσα σημασία. Για να ολοκληρώσουν, βέβαια, τον κύκλο τους και να νιώσουν ευτυχισμένοι, θα έπρεπε να κάνουν ένα βήμα παραπάνω, να συνεχιστεί η λαμπρή πορεία τους και ο αμύθητος θησαυρός να έρθει στα χέρια του ίδιου ονόματος και όχι στα χέρια τρίτων και άσχετων.

Έτσι κι έγινε! Άργησαν, βέβαια, λίγο, γιατί συνάντησαν εμπόδιο στη σύλληψη, αλλά, με τη βοήθεια κορυφαίων γιατρών, τα κατάφεραν να φέρουν στον κόσμο ένα υγιέστατο αγοράκι. Ένα νεογέννητο φτυστός ο πατέρας του, όπως λέει ο λαός. Σε εξωτερική εμφάνιση, είναι αλήθεια ότι ο Αλέξανδρος είχε τα χαρακτηριστικά του παππού και του πατέρα του, θα τον ξεχώριζαν μέσα από χίλια παιδιά. Αυτό ήταν σίγουρο, ότι ήταν καθαρόαιμος και αληθινός, γιατί, στις περισσότερες τέτοιες περιπτώσεις, ποτέ ο πατέρας δεν είναι απολύτως σίγουρος ότι το παιδί είναι δικό του. Αυτό το προνόμιο το έχει μόνο η μάνα, εκείνη μονάχα μπορεί να γνωρίζει την αλήθεια. Εδώ, όμως, το πράγμα μίλαγε από μόνο του…. ο Αλέξανδρος ο νεότερος ήταν εγγονός του παππού Αλέξανδρου και γιος του λεβέντη του Ιωάννη του Βελισσάρη.
 
Η χαρά στο σπίτι ήταν απερίγραπτη! Το σπίτι παλάτι, από αυτά που είναι μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού, σε μια χώρα φτωχή σαν την Ψωροκώσταινα.
 Βροχή έφταναν, από όλα τα σημεία της γης, οι ευχές και τα πανάκριβα δώρα. 
«Να σας ζήσει το νεογέννητο», «να είναι ευτυχισμένος ο κανακάρης σας», «να έχει υγεία και μακροζωϊα», «να μεγαλώσει γρήγορα και να σας διαδεχτεί στην εξουσία, εκείνος να γίνει και πρωθυπουργός». 
Και οι παππούδες και οι γιαγιάδες, η μάνα και ο πατέρας πέταγαν από χαρά, επιτέλους απόκτησαν διάδοχο, απόχτησαν κληρονόμο.
Πόσο μικροί είναι, αλήθεια, οι άνθρωποι! Και πόσο ταπεινά σκέφτονται, όταν πιστεύουν ότι μονάχα τα δικά τους παιδιά έχουν δικαίωμα να ζούνε σαν αρχοντόπουλα και δεν ενδιαφέρονται καθόλου για την πείνα, για τη δίψα, για την ανεργία και τα μαρτύρια που τραβάνε τα παιδιά ενός άλλου κατώτερου Θεού!

Τώρα το όνειρο στην πολιτική οικογένεια είχε εκπληρωθεί, ο μπόμπιρας ήταν ακριβώς έτσι όπως τον είχαν ονειρευτεί…όμορφος, έξυπνος, ζωηρός, το τέλειο απόκτημα!

Aργότερα, όμως, μεγαλώνοντας ο Αλέξανδρος , βρήκαν πολλές δυσκολίες, γιατί ο δρόμος που είχαν χαράξει εκείνοι δεν ενθουσίαζε καθόλου τον ίδιο και δε θα τον ακολουθούσε. 
Διαφωνούσε σε όλα με τους γονείς του∙ εκείνος έβλεπε τους ανθρώπους με άλλο μάτι∙ ό,τι αγαπούσαν εκείνοι ο μικρός ήρωας το μισούσε∙ ήταν ένας ιδεολόγος επαναστάτης, ασυμβίβαστος με το κατεστημένο. 
Ως αντιδραστικός ζητούσε πιο απλά αλλά και πιο ανθρώπινα πράγματα..να παίζει στις αλάνες με τα αλητάκια, τα τσιγγανόπουλα, τα φτωχά παιδιά, δεν ήθελε να πηγαίνει σε ιδιωτικό αλλά σε δημόσιο σχολείο, δεν ακολουθούσε τους γονείς του σε κοινωνικές εκδηλώσεις και σε χώρους πολυτελείς, που σύχναζαν με τους ομοίους τους. 
Αντιπαθούσε τους ελίτ και τους δήθεν, κάθε μέρα τους δημιουργούσε προβλήματα και τους έκανε τη ζωή ποδήλατο, δεν μπορούσαν να τον βάλουν σε τάξη και να του επιβάλλουν τα θέλω τους και αυτό που πίστευαν εκείνοι ότι ήταν προς το συμφέρον του.
 
Ένα πιτσιρίκι, που δεν είχε προλάβει ακόμα να βγει απ’ το αυγό και τους έκανε ό,τι ήθελε∙ με το ξύλο και τη βία γινόταν πολύ χειρότερος, ένα αγρίμι, ένα θεριό ανήμερο. 
Πήγαν σε ψυχολόγους, σε ειδικούς επιστήμονες για να τους συμβουλέψουν, αλλά γρήγορα κατάλαβαν ότι αυτά που τους έλεγαν δεν συνέφερε τους ίδιους να τα εφαρμόσουν. 
Τελικά, θα έκαναν ό,τι ήθελαν εκείνοι, όσο μεγάλο κι αν ήταν το κόστος∙ δε θα του επέτρεπαν να στραφεί εναντίον τους, δε θα ήταν αρχηγός στις απεργίες, δε θα επαναστατούσε απέναντι στην ίδια του την οικογένεια…στο κάτω κάτω της γραφής, αυτοί τον τάιζαν, αυτοί τον μόρφωναν, αυτοί τον μεγάλωναν σα βασιλόπουλο, αυτοί είχαν το δικαίωμα να ορίζουν τις πράξεις του και να κατευθύνουν τη ζωή του. 
 
Όταν τελείωσε το λύκειο, μάλωσαν πολύ, έφτασαν στα άκρα. 
Ο Αλέξανδρος κατηγορήθηκε ότι ήταν ο καθοδηγητής μιας ομάδας νεαρών, που είχαν στραφεί εναντίον της Αμερικανικής πρεσβείας και προσπάθησαν να δολοφονήσουν τον αμερικανό πρέσβυ. Αυτό ήταν η χαριστική βολή!
Έβαλαν λυτούς και δεμένους∙ πλήρωσαν φανταστικά ποσά για ψευδομάρτυρες και επίορκους δικαστές, έκαναν τα πάντα και κατάφεραν να τον αθωώσουν.

Παράτησαν καριέρα και πολιτική, τον βούτηξαν σχεδόν δεμένο και εγκαταστάθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, με την ελπίδα να τον συνετίσουν και να αρχίσουν μια καινούρια ζωή μαζί του.

 Φυσικά και το πλήγμα ήταν πολύ μεγάλο..δεν ήταν καθόλου εύκολο να το ξεπεράσουν.
 Ξέρεις τι θα πει ν’ αφήνεις πίσω σου μια ονειρεμένη ζωή, μια επιτυχημένη καριέρα, ένα μεγάλο όνομα, να έχεις λύσει όλα σου τα προβλήματα, να είσαι εξουσιαστής στον τόπο που γεννήθηκες και να σε κάνει ρεζίλι ένα νιάνιαρο, να σε υποχρεώνει να το βάλεις στα πόδια, για να μην καταντήσεις όμηρος ενός τρομοκράτη, που έχει βάλει στόχο τον ίδιο του τον πατέρα! Έκαναν τόσες θυσίες, για να βγάλουν ένα τέρας; Μακάρι να μην τον είχαν γεννήσει ποτέ.
 
Δε γνώριζαν, όμως, τι φίδι έκρυβαν στον κόρφο τους!
 Στην καινούρια τους κατάσταση, προσπάθησαν και οι δύο πλευρές να τα ξεχάσουν όλα και να αρχίσουν από το άλφα, για δικούς του λόγους ο καθένας.
 Ο Αλέξανδρος είχε μετανιώσει και είχε πικραθεί πολύ γι’ αυτό που έγινε. 
Κατά βάθος, ήταν καλό παιδί, είχε αισθήματα, είχε μεγάλη καρδιά, δεν ήταν αχάριστος, αγαπούσε τους γονείς του. Δεν ήθελε να πάθουν κανένα κακό.
 Ήταν νέος, όμως, κι έβραζε το αίμα του και δεν υιοθετούσε τις πράξεις του πατέρα του, τις απόψεις του για το λαό και τους ανθρώπους, γενικότερα.

Την αλαζονεία, την απληστία, τη φιλοδοξία και, πάνω απ’ όλα, τη μεγάλη αδικία, την εκμετάλλευση, την υποκρισία, την ψευτιά, τη διγλωσσία, το χυδαίο παιχνίδι που παίζεται πίσω απ΄ την πλάτη τους,, από τους έχοντες και κατέχοντες της πολιτικής εξουσίας. 
 Αυτό τον τρέλλαινε, δεν μπορούσε να το ανεχτεί, γιατί ήταν ο μόνος, ίσως, με ανεβασμένο I.Q., που ζούσε από μέσα τα πράγματα και γνώριζε όλην την αλήθεια, αλλά αυτό, βέβαια, δε θα άλλαζε το γεγονός ότι μέσα του έτρεχε το αίμα των Βελισσάρηδων…..ήταν κι αυτός ένας Βελισσάρης. 
 
Ισχυρογνώμων, πεισματάρης, ξεροκέφαλος, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση από το δρόμο της αρετής. Για πρώτη, ίσως, φορά, το μήλο δεν είχε πέσει κάτω από τη μηλιά, όπως λέγεται. Στον κανόνα αυτόν ήταν η εξαίρεση. 
 
Ο πατέρας του, όμως, και η μάνα του, τώρα, αδιαφορούσαν για το γιο τους, τον μισούσαν, κατά βάθος. Τους είχε κάνει το μεγαλύτερο κακό, είχαν χάσει το κύρος τους, την αξιοπιστία τους, τη δύναμή τους. Τους περιφρονούσε ο περίγυρός τους και, ίσως, αυτό να γινόταν η αρχή του τέλους για την αποκάλυψη της σκοτεινής πλευράς της ζωής τους μέχρι σήμερα. 

Το θέμα, όμως, ήταν πολύ λεπτό και έπρεπε να το χειριστούν προσεκτικά. 
Ο Αλέξανδρος χρειαζόταν ειδική μεταχείριση∙ ευγένεια, καλούς τρόπους, διάλογο δημοκρατικό, να τον πείσουν για του λόγου το αληθές, ώστε να αλλάξει ρότα και να αποδεχτεί τους όρους τους ειρηνικά, με απτές αποδείξεις και δυνατά επιχειρήματα και όχι, βέβαια, με πολιτικά τερτίπια, που μπορεί να παραπλανούσαν άνετα το λαό τους. 

Δε θα διαπραγματεύονταν, όμως, απολύτως τίποτα με τον Αλέξανδρο κι αυτός θα έκανε ανακωχή μαζί τους, θα περιόριζε τη δράση του, για να μην τους εκθέσει παραπέρα, δε θα άλλαζε, όμως, ποτέ τις ιδέες του και τις απόψεις του για τη ζωή. 

Αυτός έτσι γεννήθηκε κι έτσι θα πέθαινε. Πολύ περίεργο, αλλά πέρα για πέρα αληθινό∙ η γιαγιά μου έλεγε «απ’ το αγκάθι βγαίνει ρόδο και το αντίθετο». 
Ήταν αναγκασμένος, προς το παρόν, να κάνει ανακωχή μαζί τους.
 Είχε την ανάγκη τους οικονομικά, έπρεπε να σπουδάσει, να αποκτήσει ένα εφόδιο για να ζήσει με αξιοπρέπεια και να τους δώσει το χρόνο να ξαναχτίσουν την καριέρα τους στη νέα τους πατρίδα, αν και δε θα ήταν καθόλου δύσκολο, γιατί το χρήμα, γι’ αυτούς, ήταν πολύ εύκολο να το πολλαπλασιάζουν με ένα φανταστικό τρόπο.

Όταν ήρθε ο καιρός να γραφτεί στο Πανεπιστήμιο, οι γονείς του είχαν την άποψη να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες και οικονομικά. Αλλά, τώρα, θα ήταν μάταιο να το απαιτήσουν, γιατί, σίγουρα, ως πολιτικός, θα ήταν αποτυχημένος, θα ήταν ανεπιθύμητος, αφού θα έμπαινε μέσα στο στόμα του λύκου, μέσα στη σαπίλα και στη διαφθορά που επικρατεί σ’ αυτήν τη διεφθαρμένη «οικογένεια».
Τον άφησαν, λοιπόν, να διαλέξει μόνος τι θα έκανε για το μέλλον του και ο τελειόφοιτος του λυκείου γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο, στην Ιατρική Σχολή.
 Έτσι, απ’ αυτό το μετερίζι, θα του δινόταν η ευκαιρία να βοηθήσει τον άνθρωπο, χωρίς να βγαίνει στους δρόμους και να γίνεται βορά στους ανθρώπους του συστήματος και, κατ’ επέκταση, καταζητούμενος της αστυνομίας.
 Αυτό θα ήταν πολύ κακό για την ταυτότητά του και για το τρανταχτό όνομα του πατέρα του. Χαμήλωσε, λοιπόν, τους τόνους κι έπεσε με τα μούτρα στο διάβασμα. Έτσι προσπάθησε να τιθασεύσει την οργή του, να σιωπήσει και να μείνει αμέτοχος σε όλα όσα τον ενοχλούσαν και συνέβαιναν γύρω του, καθώς, μεγαλώνοντας, πίστευε ότι θα έπηζε το μυαλό του και θα άλλαζε τη συμπεριφορά του με δημιουργικό και γόνιμο τρόπο, για να μην κάνει κακό σε κανέναν και να μην πληγώσει ποτέ ξανά τους γονείς του.

Τελείωσε το πανεπιστήμιο και πήρε το πτυχίο του με «άριστα» και, τώρα, ήταν σίγουρος ότι θα μπορούσε να πετάξει με τα δικά του τα φτερά, να δουλεύει και να κερδίζει τα προς το ζην. Δεν είχε μεγάλες απαιτήσεις, είχε κατανοήσει πολύ καλά το νόημα της ζωής. Τίποτα δεν πήρε κανείς στον τάφο, μόνοι μας ερχόμαστε σ’ αυτόν τον κόσμο και μόνοι μας φεύγουμε.

Ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Μακεδόνας, από το τίποτα, μέχρι τα 33 του χρόνια, είχε κατορθώσει να κατακτήσει σχεδόν ολόκληρο τον κόσμο και οι ηττημένοι σεβάστηκαν και θαύμασαν τον Έλληνα κατακτητή, την ελληνική σοφία και το ελληνικό πνεύμα. Aυτός, λοιπόν, ο μέγας στρατηλάτης, ο Θεσσαλονικιός Αλέξανδρος, όταν βρισκόταν στην επιθανάτιο κλίνη, κάλεσε τους στρατηγούς του και τους ζήτησε να πραγματοποιήσουν τις τρεις τελευταίες του επιθυμίες, όταν αυτός θα είχε πεθάνει. 
 Η πρώτη ήταν να μεταφερθεί η σορός του στους ώμους από τους καλύτερους γιατρούς της πόλης. 
Η δεύτερη όριζε οι θησαυροί που είχε αποχτήσει να σκορπιστούν σε όλη τη διαδρομή, μέχρι τον τάφο του.
 Η τρίτη ήταν να μείνουν τα χέρια του ελεύθερα, να λικνίζονται στον αέρα, καθώς θα μεταφέρεται προς τον τάφο του, για να είναι στη θέα όλων.

 Ένας από τους στρατηγούς του, έκπληκτος από τις ασυνήθιστες επιθυμίες, ρώτησε τον Αλέξανδρο ποιοι ήταν οι λόγοι. 
Ο Αλέξανδρος τού εξήγησε: «θέλω οι πιο διαπρεπείς γιατροί να σηκώσουν το φέρετρό μου, για να μπορούν να δείξουν μ’ αυτόν τον τρόπο ότι ούτε εκείνοι δεν έχουν, μπροστά στο θάνατο, τη δύναμη να θεραπεύουν∙ θέλω το έδαφος να καλυφθεί από τους θησαυρούς μου, για να μπορούν όλοι να βλέπουν ότι τα αγαθά, που αποκτούμε εδώ, εδώ παραμένουν∙ θέλω τα χέρια μου να αιωρούνται στον αέρα, για να μπορούν οι άνθρωποι να βλέπουν ερχόμαστε με τα χέρια άδεια και με τα χέρια άδεια φεύγουμε, όταν τελειώσει για μας ο πολύτιμος θησαυρός που είναι ο χρόνος.

Τώρα, που ο πτυχιούχος Αλέξανδρος θα ήταν πια αυτόνομος και οικονομικά ανεξάρτητος, ήθελε να μιλήσει, επιτέλους, με τον πατέρα του, σαν άντρας προς άντρα, να έκαναν ένα δημοκρατικό διάλογο, όχι βέβαια σαν αυτούς που έκανε με τους ψηφοφόρους του. Του είπε, λοιπόν, ότι είχε φτάσει η ώρα, επιτέλους, που θα ήταν υπεύθυνος για τις πράξεις του, θα κέρδιζε μονάχος του το ψωμί του, με την εργασία του, θα έκανε δική του οικογένεια. 
 
Πατέρα, του εξομολογήθηκε, αν σας πίκρανα με τις συμπεριφορές μου, σας ζητώ συγνώμη και σας ευχαριστώ για όσα μου έχετε προσφέρει. Κάποτε αγάπησα, αλλά με χωρίσατε από την αγάπη μου, πικράθηκα πολύ και πόνεσα, περισσότερο, επειδή εξαιτίας μου υπέφερε ένα αγνό και αθώο κορίτσι…αγαπιόμασταν αληθινά..στη φτωχή αυτή νεαρή και ευαίσθητη γυναίκα δεν άξιζε μια τέτοια μεταχείρηση. Μπορεί να είχατε δίκιο, εγώ ήμουν πολύ μικρός και δεν είχα το δικαίωμα να σας ζητήσω να αποδεχτείτε αυτό το δεσμό. Τώρα, όμως, έχω όλην την άνεση, νομίζω, να διαλέξω τη γυναίκα που θα ζήσω μαζί της και ήδη την έχω βρει. Είναι μια όμορφη συμφοιτήτριά μου από τις Φιλιππίνες. Πήραμε το πτυχίο την ίδια μέρα. Δεν έχω την απαίτηση, αν δε θέλετε, να τη δεχθείτε στο σπίτι σας. Εγώ, έτσι κι αλλιώς, θα φύγω από τη Νέα Υόρκη.

Τι ήταν αυτό! Καλύτερα να έπεφτε ο ουρανός και να πλάκωνε τον τραπεζίτη. Άστραψε και βρόντηξε ακούγοντας ότι ο γιος του θα παντρευόταν μια Φιλιππινέζα! Ήταν σα να του ήρθε κεραυνός εν αιθρία.

-Άκουσέ με, του είπε με δυνατή φωνή, χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι, αν νομίζεις ότι εγώ δημιούργησα μια αυτοκρατορία, για να την κληρονομήσει μια πόρνη ξεβράκωτη, πεινασμένη και άξεστη, κάνεις πολύ μεγάλο λάθος. Προτιμώ να βάλω φωτιά και να τα κάψω όλα, παρά να σε δω ζωντανό στο πλευρό της….θα σε καταστρέψω.
Μιλούσε με τόσο μίσος, που το παληκάρι τα χασε, έμεινε στήλη άλατος, έμεινε άλαλος∙ εκείνος, όμως, συνέχισε να μιλάει, έβγαλε τα εσώψυχά του, τον αληθινό του χαρακτήρα.

-Τι θα πει «αγάπησες;», τον ειρωνεύτηκε! Εγώ δεν αγάπησα τη μάνα σου, ζούμε, όμως, μια χαρά. Μπορείς να πηδήξεις όσες γυναίκες θέλεις….για νύφη, όμως, θα μου φέρεις την καλύτερη, αυτή που αρμόζει σ’ ένα Βελισσάρη. Ξέρεις πόσες πουτάνες έχω πηδήξει εγώ και πόσα μούλικα έχω σκορπίσει σε ολόκληρο τον πλανήτη; Εσύ, όμως, είσαι ο γιος μου κι εσύ θα γίνεις ο κληρονόμος μου.
Ο άτυχος νέος έτρεμε ολόκληρος. Πίστευε πως γνώριζε τον πατέρα του…δυστυχώς, όμως, είχε κάνει λάθος. Ο άνθρωπος που τον έφερε στον κόσμο ήταν ένα κτήνος!

-Και τη μάνα μου δεν τη σκέφτηκες; του απάντησε. Εκείνη τι σου έφταιξε;

-Χα, χα, χα, γελούσε σαν τρελλός! Ποιος σου είπε ότι αυτή δεν πηδιόταν; Το γνώριζε, αλλά δε με έμελλε..ήταν δίπλα μου, με στήριζε, όταν τη χρειαζόμουν. Ποτέ δε με πρόδωσε και ποτέ δε με κατέδωσε. Ήμουν σίγουρος ότι θα μου είχε τυφλή υπακοή. Έχει μυαλό η μάνα σου, γι’ αυτό τη διάλεξα…ποτέ της δε θα απέρριπτε μια τέτοια τύχη και ποτέ της δε θα πέταγε τόσο χρήμα για αγάπες και ανοησίες.

Έπεσε πάνω στο γιο του έτοιμος να τον ξεσκίσει. Τον χτυπούσε σα μανιασμένος ταύρος με κλωτσιές και μπουνιές. Ο Αλέξανδρος ήταν πολύ δυνατός, μπορούσε να τον αντιμετωπίσει∙ δεν το έκανε, όμως. Προσπάθησε να του ξεφύγει και γυρνώντας του την πλάτη, στράφηκε προς την πόρτα. Τότε, ο γέρο μανιακός πήρε το πιστόλι από το συρτάρι του γραφείου του και τον πυροβόλησε τρεις φορές στο κεφάλι. 
Τον έριξε κάτω νεκρό. Το αίμα άρχισε να τρέχει ποτάμι. 

–Είσαι το αίμα από το αίμα μου, η σάρκα από τις σάρκες μου, το σπλάχνο από τα σπλάχνα μου, μουρμούρισε ο παράφρων πωρωμένος εκδικητής. 

–Δεν είχες το δικαίωμα να είσαι διαφορετικός από μενα.
 Εγώ σου έδωσα τη ζωή κι εγώ έχω το δικαίωμα να σου την αφαιρέσω. 
 
Μια τραγωδία, ένα μοιραίο τέλος, ένας μοιραίος θάνατος. Φυσικά, κι αυτή τη φορά ο πραγματικός δολοφόνος ήταν υπεράνω υποψίας.
 Κυκλοφόρησε η είδηση ότι κάποιος μπήκε στο σπίτι, με σκοπό να σκοτώσει τον πατέρα και όχι το γιο, στήθηκε στη μέση ο γιος και πλήρωσε με τη ζωή του για τη ζωή του πατέρα του.

Όλοι το πίστεψαν και κανένας δεν αμφέβαλλε, αλλά και ποιος θα τολμούσε, μέσα από το οικογενειακό περιβάλλον του πανίσχυρου άντρα να ομολογήσει μια τέτοια αλήθεια, όταν γνώριζε ότι ο χάρος θα τον περίμενε κι εκείνον στη γωνία! 
 
Έτσι, λοιπόν, κι αυτή η υπόθεση, ανεξιχνίαστη, μπήκε στο αρχείο, όπως και τόσες άλλες που συμβαίνουν σχεδόν καθημερινά!!




 
ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ - ΚΑΡΑΓΑΤΣΟΥ