Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

Ο μ ι κ ρ ό ς ΗΡΩΑΣ !


Όταν ήμουνα επτά ετών μαζί με την μάνα μου την Αγλαϊα, τον πατέρα μου τον Λεωνίδα, τον μικρότερο αδερφό μου τον Ηρακλή και την γιαγιά μου την Μελπομένη, φύγαμε από το χωριό μας να εγκατασταθούμε στην Αθήνα, για να ζήσουμε όπως μας έλεγαν μία καλύτερη ζωή.

 Εγώ εκείνη την εποχή δεν μπορούσα να εξηγήσω τις κλάψες και τα παράπονα των γονιών μου, καθώς και τα μισόλογα των γειτόνων στις συζητήσεις τους, ότι τάχα είμαστε καταδικασμένοι γιατί είχαμε την ατυχία να γεννηθούμε στην κόλαση, δηλαδή στου Κουρούβελη της Γορτυνίας στον πιο όμορφο τόπο του νομού Αρκαδίας.
 Ενώ αντιθέτως, σαν μικρό παιδί που ήμουνα πίστευα ότι είχα γεννηθεί στον παράδεισο, τις άνοιξες και τα καλοκαίρια ήμουνα τρισευτυχισμένος όταν έτρεχα μέσα στο δάσος και στα χωράφια, με τα λίγα παιδιά της ηλικίας μου. 

Δέκα οικογένειες είμαστε όλες κι όλες σε αυτό το ευλογημένο μέρος όμως εμένα μου έφταναν και μου περίσσευαν. Τι τους ήθελα τους άλλους , ήταν τόση η αγάπη μεταξύ μας που δεν ζητούσα τίποτα παραπάνω. 

Είχα τη φύση, τα πουλιά, τον ήλιο, τον αέρα, τα ποτάμια, τις βρύσες, τα τρεχούμενα νερά, τα καταπράσινα βοσκοτόπια, τα πανύψηλα δέντρα. 
Το νερόμυλο και τον μυλωνά μας τον κυρ Αντώνη που άλεθε το σιτάρι, παίρναμε το αλεύρι και η γιαγιά μου ζύμωνε και έψηνε το μυρωδάτο ψωμί που το έτρωγα με τόση όρεξη ζεστό, όταν το έβγαζε από το φούρνο με τα ξύλα. 
Και τι δεν είχα να κάνω μετά από κάθε πρωινό ξύπνημα, να τρέξω να δω τα ζώα μας, το σκύλο μας τον Αζόρ ,τις κότες, το μακρολαίμη κόκορα με το κόκκινο λειρί του που με ξύπναγε από τα ξημερώματα με το αγέρωχο λάλημα του, την καλοθρεμμένη γάτα μας την Μαριώ ξαπλωμένη στο παραγώνι δίπλα στη φωτιά, να μας κοιτάζει με καμάρι μέσα στα μάτια με το γατίσιο βλέμμα της, να τρίβεται στα πόδια μας σαν αγαπητικιά και να ζητάει τα χάδια μας.

Τα λουλούδια που μαζεύαμε τους ζεστούς μήνες του χρόνου τα κάναμε μπουκέτα και τα προσφέραμε στην δασκάλα μας την Γκόλφω, ήτανε η πιο όμορφη, έμοιαζε με θεά, την είχα αλήθεια ερωτευτεί εκείνον τον καιρό. 

Το στεφάνι της Πρωτομαγιάς, πλεγμένο με τα κόκκινα τριαντάφυλλα και τους άσπρους κρίνους, το κρεμάγαμε έξω από την ξύλινη πόρτα του σπιτιού μας, το καίγαμε του Άϊ Γιάννη του νηστευτή , πηδώντας τις φωτιές που ανάβαμε στους κακοτράχαλους δρόμους περπατώντας μέσα στη θράκα, ξυπόλυτοι χωρίς να καούν οι πατούσες μας, όλοι πιστεύαμε ότι γινόταν θάμα.

Τι χαρά αλήθεια, όταν καβαλάγαμε μαζί με τον αδερφό μου, τον γαϊδαρό μας το Μήτσο, με τη βοήθεια του πατέρα μου, να πάμε στη στάνη να αρμέξουμε τα γίδια και τα πρόβατα, να πιούμε το φρέσκο γάλα να δυναμώσουμε να αντρειωθούμε, όπως έλεγε η γιαγιά μου και η μάνα μου.

Το χειμώνα ακόμα καλύτερα, να είμαστε όλοι καθισμένοι γύρω από το τζάκι, η μάνα μου να βράζει τον τραχανά με το γάλα και το τυρί, και η γιαγιά μου να γνέθει την ρόκα της και να μας λέει παραμύθια, ενώ τα βράδια όλοι μαζί οι συγχωριανοί να είμαστε πότε στο σπίτι του ενός και πότε στο σπίτι του άλλου καθισμένοι στο ζεστό χειμωνιάτικο, και έξω να χιονίζει και  να βρέχει ασταμάτητα. 
Τα κούτσουρα στοιβαγμένα κάτω από το χαγιάτι για να μην βρέχονται, να είναι πάντα στεγνά έτοιμα για τις παγωμένες άγριες νύχτες, ο πατέρας να τροφοδοτεί συνέχεια τη φωτιά και οι κόκκινες πύρινες γλώσσες να μας νανουρίζουν, να κάνουν τα μάγουλα μας ροδοκόκκινα, με τα φουγάρα  όλα να καπνίζουν και ο καπνός ν΄ανεβαίνει στον ουρανό σαν ψηλός ψηλός καλόγερος που κόκκαλα δεν έχει, έλεγε η Μελπομένη η πολύξερη και σοφή, όλα τα γνώριζε, να λέμε αστεία να τραγουδάμε, να γελάμε, να πίνουμε το τσάι με τις ψημένες φέτες του ψωμιού στα χωνεμένα κάρβουνα.

Είμαστε όλοι τρισευτυχισμένοι, τα παιδιά να μην θέλουμε να χωριστούμε και οι γονείς να μας μεταφέρουν μισοκοιμισμένα τα μεσάνυχτα στα σπίτια μας και στα κρεβάτια μας. Με τι αγωνία περιμέναμε τον δεκαπενταύγουστο για να χτυπήσει η βαριά σιδερένια καμπάνα της εκκλησιάς που μας καλούσε όλους να προσκυνήσουμε την κοίμηση της Θεοτόκου, μικροί και μεγάλοι ντυμένοι με τις γιορτινές μας φορεσιές, από νωρίς τρέχαμε στην θεία λειτουργία και καθόμαστε μέχρι το τέλος. 

Παίρναμε το αντίδωρο, φυλάγαμε του παπά το χέρι και τρέχαμε γρήγορα έξω, ν΄αγκαλιαστούμε, να φιληθούμε, να ευχηθούμε χρόνια πολλά και ευλογημένα και το απόγευμα δίναμε ραντεβού να μαζευτούμε όλοι στο προαύλιο του ναού και να γιορτάσουμε αυτή την χρονιάρα μέρα, να χορέψουμε με τα όργανα και τους οργανοπαίχτες που ερχόντουσαν αυτή την μέρα  από τα γειτονικά χωριά. 
Γι αυτό και πικράθηκα τόσο πολύ όταν ένα πρωινό φορτώσαμε τα λίγα μπογαλάκια μας στα ζώα να πάμε στο Βαλτεσινίκο, εκεί μας περίμενε ο θείος Αλέξανδρος με το ακριβό αυτοκίνητο του για να μας μεταφέρει στην πρωτεύουσα, έκλαιγα από μέσα μου για να μην φανούν τα δάκρυα μου, θα έχανα τους φίλους μου και όλα όσα είχα αγαπήσει, ευτυχώς που θα ήσαν κοντά μου τουλάχιστον οι δικοί μου άνθρωποι. Αλλά και αυτοί παρόλα όσα μου έλεγαν μέχρι χθες ήσαν σιωπηλοί και πολύ μελαγχολικοί, ήταν σαν να πηγαίναμε σε κηδεία, ο θείος μου προσπαθούσε με ωραία λόγια να μας παρηγορήσει, εξηγώντας μας πόσο όμορφα θα περνούσαμε στην καινούργια μας ζωή, αλλά δεν το κατόρθωνε , όταν φτάσαμε στο Παγκράτι, εκεί έμενε ο θείος μου με την θεία μου κοντά στην Βουλή και στον Βασιλικό κήπο σ΄ένα τριώροφο παλάτι όπως πίστεψα όταν το πρωτοείδα.
Είμαστε όλοι ερείπια, κάτι ο δρόμος, κάτι ο μεγάλος καημός ενός ξεριζωμού, μας είχε κάνει αγνώριστους. 
Πρώτη μας φορά κάναμε ένα τόσο μεγάλο ταξίδι και μάλιστα με πολυτελέστατο αυτοκίνητο, έτρεχε σαν δαιμονισμένο, εγώ και ο αδερφός μου θέλαμε να κάνουμε συνέχεια εμετό, όταν μπήκαμε στην πλακόστρωτη αυλή του σπιτιού θαμπώθηκα από την ομορφιά της πολυκατοικίας με τα τρία μεγάλα διαμερίσματα, στο τρίτο θα έμεναν οι θείοι μου, στο δεύτερο εμείς και το πρώτο θα ήταν άδειο.
 Όταν το αμάξι πέρασε από την μεγάλη εξώπορτα, τα έχασα, άνοιξε μόνη της. 
Πάλι μόλις μπήκαμε έκλεισε ξανά μόνη της, αυτά είναι μαγικά σκέφτηκα, δεν πρόλαβα όμως να ρωτήσω, γιατί ξαφνικά μας πλησίασε ένα αγριεμένο λυκόσκυλο και άρχισε να γαβγίζει σαν λυσσασμένο, ένας καλοθρεμμένος κοπρίτης φαίνονταν κακομαθημένος και τεμπέλης. Δεν έμοιαζε καθόλου με τον καημενούλη τον Αζόρ, αδυνατούλης αλλά δουλευταράς και φιλότιμος έτρεχε όλη μέρα να κυνηγάει μπεκάτσες και λαγούς αλλά και ο πιο πιστός φύλακας για το κοπάδι.
 Όταν το αφεντικό διέταξε τον χαραμοφάι του να σταματήσει τα ουρλιαχτά, μουγκάθηκε, έμεινε κόκκαλο, τον έλεγαν Νέλσον έμαθα αργότερα το όνομα του, δεν ήταν τόσο αντιπαθητικός όπως νόμισα στην αρχή, γίναμε μάλιστα και φιλαράκια, τον αγάπησα και με αγάπησε και εκείνος, έγινε ο προστάτης και συνοδός μου.
 Όταν άνοιξε η δεύτερη εσωτερική πόρτα  της κατοικίας και φάνηκε η αδελφή της μάνας μου, καταχάρηκα έμοιαζε με βασίλισσα με τα βελουδένια πασουμάκια της, την μακριά λουλουδάτη ρόμπα της, το καλοχτενισμένο κεφάλι της, μας αγκάλιασε και μας φίλησε, γελούσε συνέχεια, μας αγαπούσε γι αυτό ήμουν σίγουρος, φώναξε την υπηρέτρια να πάρει τις βαλίτσες μας, ποιες βαλίτσες δηλαδή, κάτι παλιόρουχα τυλιγμένα στα υφαντά χράμια και μπαντανίες να τα μεταφέρει στο δεύτερο και εμάς μας ανέβασε στο τρίτο με το ασανσέρ, βουβάθηκα, να πατάς ένα κουμπί και να ανεβαίνεις ψηλα χωρίς να περπατάς σαν φρικιό στον αέρα, εκεί μας άνοιξε άλλη κυρία καταχαρούμενη και αυτή μας είπε καλωσορίσατε, περάστε, φορούσε και το άσπρο της καπελάκι.

Το τραπέζι ήταν έτοιμο, στρωμένο με το κάτασπρο δαντελένιο τραπεζομάντιλο, τα πλουμιστά πιάτα, τα ασημένια μαχαιροπήρουνα, τα αστραφτερά ποτήρια και τι δεν είχε επάνω, μόνο τα φαγιά έλειπαν, τι θα έτρωγαν άραγε, μονάχα τα πιάτα και τα κουτάλια και πως θα έπιναν με άδεια ποτήρια; 

Πρώτα μας πέρασαν στο μπάνιο να πλύνουμε τα χέρια μας και στην συνέχεια υπέδειξαν τις καρέκλες που έπρεπε να καθίσουμε για το φαγητό, τελικά καθίσαμε όλοι γύρω από μία τεράστια τραπεζαρία, που τα είχε όλα εκτός από τα φαγιά, είχα χαζέψει, πως ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι χωρίς να τρώνε; ή μήπως μας κοροϊδεύανε;
 Δεν πρόλαβα όμως να το καλοσκεφτώ και πλάκωσαν οι μεγάλες πιατέλες γεμάτες με του πουλιού το γάλα, ήταν για γέλια και για κλάματα, είχα κοκαλώσει σαν κέρινο άγαλμα, πεινούσα σαν λύκος  και όμως δεν έφαγα απολύτως τίποτα, ντρεπόμουνα δεν ήξερα πώς να πιάσω το πιρούνι και το μαχαίρι , έτσι νομίζω ενοιώθαμε όλοι μας.

Οι θείοι μας χιλιοπαρακαλούσαν αλλά εμείς είμαστε αλλού αλλιώς είχαμε συνηθίσει, και να έχουμε και αυτήν την ασπροφορούσα όρθια πάνω από το κεφάλι μας να μας ρωτάει συνεχώς τι άλλο θέλαμε να σερβίρει, καλά δεν πείναγε αυτή, θα έμενε νηστική , τι παράξενος κόσμος αναρωτιόμουν, αλλοιώτικος  μετά από το φαϊ η θεία μου μας κατέβασε στο προσωρινό όπως διέδιδε σπιτικό μας. 
Μέχρι ν αποκτούσαμε με το καλό και το δικό μας. Μπήκαμε με το δεξί. 
 Ήταν τέλεια επιπλωμένο με το σαλόνι του την τραπεζαρία του, μια μεγάλη κουζίνα με ντουλάπια, πλυντήριο πιάτων, κουζίνα, ψυγείο άντε πως θα μάθαινε μια γριά χωριάτισσα να λειτουργεί όλα αυτά τα εργαλεία, καλά  τα πιάτα ας τα έπλενε με τα χέρια της, να δεις που κάποια μέρα μπορεί και να μας έβαζε φωτιά , έλα Χριστέ και Παναγιά άσε που θα μέναμε και νηστικοί. 
Εδώ δεν είχε ξύλα για να μαγειρεύει, είχε τρεις κρεβατοκάμαρες, τη δική μου, του αδελφού μου και των γονιών μου και πολλά άλλα βοηθητικά δωμάτια όπως τα ονόμαζαν και άλλα τόσα μπάνια. 
Εγώ να κοιμάμαι μονάχος μου χωρίς τον Ηρακλή, ξύπνιος θα έμενα όλη την νύχτα αφού από την ώρα που γεννήθηκε κοιμόμαστε στο ίδιο δωμάτιο, άσε που θα χανόμουν εκεί μέσα και δεν θα έβρισκα τον δρόμο να πάω όπου ήθελα. 
Μακάρι να έβρισκα το μπάνιο να μην κατουριόμουνα πάνω μου και γινόμουνα ρεζίλη. Καμάρωνα όμως σαν παραφουσκωμένος Γάλλος, όταν ήξερα ότι θα ζούσα μέσα σ αυτά τα μεγαλεία, θα τα μάθαινα όλα που θα μου πήγαιναν, δεν ήμουνα δα και τόσο κουτός, θα έλεγα και στην γιαγιά μου τι έπρεπε να κάνει. 

Η θεία μου είπε να κάνουμε το μπάνιο μας και να ξαπλώσουμε, το απόγευμα θα κατέβαιναν να πίναμε όλοι μαζί τον καφέ μας και τις πορτοκαλάδες μας. 
Δεν ξέρω αν θα είχε και τον χαλβά που μας έκανε η μάνα μου στις γιορτές. 
Αυτή την μέρα δεν δούλευαν, ήταν Κυριακή, τα μαγαζιά έμεναν κλειστά, έπρεπε να ξεκουράζονται μία μέρα την εβδομάδα, τι κούραση χαράς το πράγμα, ήθελα να έμεναν στο χωριό για να δούνε πως δουλεύει ο κόσμος για να βγάλει το καρβέλι του.

Στο πρόγραμμα ήτανε να κάνουμε και το μπάνιο μας, πως όμως αφού δεν ξέραμε να ανοίξουμε ούτε τις βρύσες, είχε λέει ζεστό και κρύο νερό, είπε στην υπηρέτρια να μας βοηθήσει, όλα τα είχε προβλέψει αυτή η καλή κυρία.
 Όταν βγήκαμε από την μπανιέρα σκουπιστήκαμε με κάτι μεγάλες χνουδάτες πετσέτες, φορέσαμε παντόφλες και πιτζάμες και ξαπλώσαμε στα κρεβάτια μας, δεν μας έλειπε τίποτα, που τα είχε βρει όλα αυτά τα πράγματα, πως ήξερε το νούμερο μας αφού ποτέ δεν μας είχε ρωτήσει, σαν παραμύθι, δεν ήξερα ότι και τα παραμύθια γίνονται αληθινά καμιά φορά. Εγώ όμως στην αρχή επέμενα να θέλω να ξαναγυρίσω στο χωριό μου, έκλαιγα κρυφά όλα τα βράδια. Και τώρα να σας πω, πως μας προέκυψε από το πουθενά η θεία Βένια.

 Η μάνα μου δεν γνώριζε ότι είχε αδελφή, το έμαθε πολύ αργά, όταν ήταν μεγάλη και μάλιστα παντρεμένη γυναίκα με παιδιά. 
Η γιαγιά με τον παππού μου είχαν κάνει μία θυγατέρα, την Αγλαϊα, αυτήν μεγάλωσαν και αυτή είχαν για παιδί τους.
 Μοναχοκόρη έλεγε η μάνα μου ότι ήταν και καμάρωνε, πολύ αργότερα μάθαμε τι είχε γίνει. 
Όταν η Μελπομένη ήταν δεκαέξι χρονών κοριτσάκι κοιμήθηκε με κάποιον και έμεινε έγκυος. 
Δεν το κατάλαβε ούτε η ίδια πως έγινε, μόλις άρχισε να μεγαλώνει η κοιλιά της και το διαπίστωσαν οι γονείς της, δεν ήσαν χαζοί, ο προπάππους μου θύμωσε πάρα πολύ, ήθελε να την σκοτώσει, θα τον φώναζαν όλοι μασκαρά, αλλά η προγιαγιά μου σαν τσαχπινούλα που ήταν βρήκε κάποια μίλησε μαζί της και του έιπε ότι θα την έστελναν στην Αθήνα, θα γεννούσε το παιδί, θα το άφηνε εκεί και θα γύριζε πίσω σαν κυρία και ούτε γάτα ούτε ζημιά.

 Σε όλους θα διέδιδαν ότι ήταν βαριά άρρωστη και ότι πήγαινε να γιατρευτεί στους γιατρούς. Τώρα αν το πίστευαν ή όχι αυτό θα ήταν άλλου παπά Ευαγγέλιο.
Θα τους βούλωναν τα στόματα τουλάχιστον στα φανερά και πίσω από την πλάτη τους μπορεί και να τους κουτσομπόλευαν.

 Έτσι και έγινε, η ντροπιασμένη κόρη, πήγε στην μεγάλη πολιτεία, εκεί που κρύβονται όλες οι κακές πράξεις, γέννησε το μωρό, το έδωσε σε κάποιο ζευγάρι που αγαπούσαν πολύ τα παιδιά, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν δικά τους. 
Την ακριβοπλήρωσαν κιόλας και την ξαπόστειλαν από κει που είχε έρθει. 
Το πράγμα ξεχάστηκε σιγά σιγά και η καλή μου η γιαγιά αργότερα γνώρισε τον παππού μου, τον ερωτεύτηκε και τον παντρεύτηκε.
 Τα περνούσαν μία χαρά, η Βένια ήταν πολύ τυχερή, οι άνθρωποι που την υιοθέτησαν την αγάπησαν καλύτερα και από δικό τους παιδί, δεν ήταν όμως μόνο αυτό, ήσαν και πολύ πλούσιοι. 
Την μεγάλωσαν σαν πριγκιποπούλα, είχαν το μεγαλύτερο χρυσοχοείο, έβγαζαν πολλά χρήματα, πέθαναν όμως κάπως νωρίς, δεν ήταν βέβαια μικρή ήταν μεγαλοκοπέλα της παντρειάς, ότι είχαν και δεν είχαν τα έγραψαν στο όνομα της, μπορεί να έμεινε ορφανή από μάνα και από πατέρα αλλά είχε μία τεράστια περιουσία, ήταν πάμπλουτη και το ευχάριστο για εμάς, προτού η καλή της μητέρα φύγει από αυτό τον μάταιο κόσμο της μίλησε για την υιοθεσία. 
Της είπε να ψάξει να βρει την μάνα που την γέννησε και την ξεναδερφή της.
 Γνώριζε ότι έμεναν σ ένα χωριό στην Πελοπόννησο, το έλεγαν Κουρούβελη. 
Από την μέρα που πήραν το μωρό η γυναίκα που το γέννησε θα έπρεπε να εξαφανιστεί, να μην γνωρίζει την διεύθυνση που είχε δώσει στο παιδί της, έτσι δεν είχε συναντήσει ποτέ η μια την άλλη. 

Η Αθηναία όμως που ήταν πιο μορφωμένη αργότερα έψαξε και έμαθε μερικά πράγματα για την καταγωγή της θετής της κόρης. επιθυμούσε όταν θα πέθαινε αυτή και ο άντρας της, πρωτού φύγουν για την άλλη ζωή να πεί σε αυτό το παιδί όλη την αλήθεια!

Ο καλός Θεούλης της έκανε το χατήρι να αποβιώσει πρώτος ο άντρας της και όταν
αργότερα κατάλαβε και αυτή πως ήταν στα τελευταία της, κάλεσε δίπλα της την Βένια
και της εξωμολογήθηκε όλη την αλήθεια:
- Τώρα που θα φύγω εγώ από κοντά σου πρέπει να ψαξεις να βρείς την αληθινή σου
μητέρα αλλά και την ξεναδέλφη σου για να μην είσαι μόνη και έρημη...

Ήταν πράγματι ένα μεγάλο χαστούκι!δεν ήταν τόσο εύκολο να δεχτεί, ότι τόσα χρόνια
ζούσε σ ένα ψέμα και οτι σου έκρυβαν ένα τόσο μεγάλο μυστικό!..
Στην αρχή θύμωσε και δεν ήθελε να ακούσει τίποτα, αργότερα όμως όταν το σκέφτηκε και το ξανασκέφτηκε αποφάσισε να ψαξει να βρεί τις ρίζες της!

Το αίμα βλέπεις νερό δεν γίνεται. Αφού παντρεύτηκε πρώτα με τον πανέμορφο θείο Αλέξανδρο,
γνωριζόντουσαν από μικρά παιδιά, γιατί δούλευε σαν υπάλληλος στο χρυσοχοείο του πατέρα της, ήταν πολύ καλός στην δουλειά του, τον αγάπησαν και τον κράτησαν, όλα τα χρόνια κοντά τους!
Οι δυό νέοι ερωτεύτηκαν τρελά και παντρεύτηκαν με την ευχή των δικών της, λίγο πριν πεθάνουν..

Η θεία μου αργότερα μοιράστηκε το φοβερό μυστικό με τον σύζυγό της και θα έψαχναν και οι δύο μαζί να ξετυλίξουν το κουβάρι και να βρούν την άκρη!

Άρχισαν λοιπόν τα καλοκαίρια να κατεβαίνουν στην Τρίπολη και στην Βυτίνα, να μένουν στο
ξενοδοχείο και να κάνουν μονοήμερες εκδρομές, για να θαυμάσουν την φύση!
Τούς άρεσε τόσο πολύ το Κουρούβελη και ερχόντουσαν τακτικά και έμεναν πολλές ώρες την ημέρα, ενώ το βράδυ επέστρεφαν στο πιό κοντινό ξενοδοχείο, γιατί το χωριουδάκι μου μπορεί να ήτανε το καλύτερο! αλλά δυστυχώς δεν πατούσε ξένος άνθρωπος το ποδάρι του και μάλιστα του καλού κόσμου, ήταν σκέτη ερημιά!
Το ζευγάρι αυτό μας είχαν γίνει συχνοί επισκέπτες,ήθελαν να μας γνωρίσουν καλύτερα και τα κατάφεραν, γίνανε φίλοι με τους γονείς μας, μας αγαπούσαν όπως και εμάς τα παιδιά. 
Μας έφερναν δώρα και πολύ ακριβά πράγματα, αλλά άρχισαν σιγά σιγά να τους αγαπάνε όλοι στο χωριό, ήσαν γενναιόδωροι, βοηθούσαν τους Κουρουβελιώτες και τους ένιωθαν σαν δικούς τους ανθρώπους.

Κάποια μέρα η γιαγιά μου και η θεία μου έκαναν ένα περίπατο οι δύο τους μέχρι το ποτάμι του Ρεντεζέλα, κάτι γινόταν μέσα τους δεν μπορούσαν να κρύψουν τα συναισθήματά τους, το αίμα τους έβραζε και οι καρδιές τους χτυπούσαν δυνατά, μάνα και κόρη έπεσαν η μία στην αγκαλιά της άλλης και σφιχταγκαλιασμένες γύρισαν στο σπίτι και τα ομολόγησαν όλα στην μάνα μου,έγινε θρήνος και οδυρμός,από τότε και οι τρείς γίνανε κολλητές.
Ευτυχώς που ο παππούς μου ο Ηρακλής είχε πεθάνει ο κακομοίρης, γιατί αν ζούσε δεν ξέρω αν θα το άντεχε να μάθαινε οτι η πολυαγαπημένη του γυναικούλα,[ψεύτρα και παμπόνηρη] του είχε κρύψει οτι είχε και άλλο παιδί προτού γίνει γυναίκα του. 
Εγώ έχω ακούσει οτι τα αντρόγυνα δεν πρέπει να έχουν μυστικά μεταξύ τους, πρέπει να τα λένε όλα, γιαυτό φοράνε άλλωστε και το στεφάνι!

Τώρα όμως θα έμπαιναν όλα στη θέση τους, θα έκανε καλό σε όλους μας να γνωρίζαμε οτι είχαμε και μια άλλη πανέμορφη κόρη, αδελφή και θεία. 

Μεγάλη ευτυχία έστω και αργά, ευτυχώς για εμάς που είχαν την ατυχία να μην γεννήσουν δικά τους παιδιά και θα μας αγαπούσαν καλύτερα  από τα δικά τους.
Έτσι μας πήραν μαζί τους να σωθούμε και εμείς από την φτώχεια και την ανέχεια!

Η Αγλαϊα και ο Λεωνίδας θα μάθαιναν την δουλειά του χρυσοχόου και θα δούλευαν ισότιμα
όλοι μαζί στην επιχείρηση, θα πληρωνόντουσαν πολύ καλά για την εργασία τους, θα μπορούσαμε αργότερα με ένα καλό δάνειο να παίρναμε και το δικό μας σπίτι, για να μην νιώθαμε σαν αιχμάλωτοι στον ξένο, αλλά σαν αφεντάδες στο δικό μας και τις δόσεις μας θα τις πλήρωναν οι δικοί μου με τα χρήματα που θα περίσευαν από το ακριβό μεροκάματο.

Για να μην είμαστε όμως μακριά αφού έτσι κι αλλιώς είχαμε γίνει αχώριστοι και δεν μπορούσαμε να ζήσουμε αν δεν βλεπόμαστε κάθε μέρα.
Θα αγοράζαμε το δικό τους διαμέρισμα που μείναμε από την αρχή, έτσι η γιαγιά μου θα
είχε και τις δύο κόρες κοντά της και πολύ περισσότερο την Βένια που της είχε λείψει και δεν την
είχε χορτάσει, θα γλυτώναμε και τις μετακομίσεις!

Δυσκολευτήκαμε στην αρχή αρκετά αλλά αργότερα με αργά και σταθερά βήματα τα καταφέραμε μια χαρά.
Ποιός στραβός δεν θέλει τα μάτια του, ποιός δεν θέλει τα χρήματα και ποιός δεν θέλει να ζεί μια πλούσια ζωή και μάλιστα εμείς που είχαμε ζήσει τόσο πολύ στερημένα.
Πήραμε τόσα πολλά χωρίς καθόλου κόπο!
Εγώ βέβαια ποτέ μου δεν πίστεψα οτι τα μεγαλεία και τα πλούτη κάνουν τους ανθρώπους ευτυχισμένους.
Πάντα ένιωθα σαν πουλάκι μέσα σε χρυσό κλουβί! 
Πνιγόμουν, μου έλειπε ο καθαρός αέρας ήμουνα σαν ελεύθερος φυλακισμένος.
Πράγματι, είμαστε πολύ αγαπημένοι, σαν μιά οικογένεια!

Ο θείος Αλέξανδρος, ένα κομμάτι μάλαμα, αλλά και ο πατέρας μου,, τον υπολόγιζε,τον σεβόταν,
του χρώσταγε μεγάλη χάρη, για τα τόσα πολλά που μου είχε προσφέρει.
Τα έξη πρώτα χρόνια περάσαμε θαυμάσια, εμένα με γράψανε στο δημοτικό και τον αδελφό μου που ήταν πέντε χρονών, τον γράψανε στο νηπιαγωγείο, πλήρωναν για την μόρφωσή μας και μας πήγαινε και μας έφερνε το σχολικό!

Ξεχάσαμε τους παλιούς μας φίλους και κάναμε καινούργιους, όλα ξεχνιούνται έλεγε ο πατέρας μου, κατά βάθος εγώ δεν ξέχασα ποτέ μου τίποτα.
'Εδειχνα οτι τα είχα ξεχάσει, αλλά τα κράταγα όλα πολύ βαθιά μέσα μου, στην πονεμένη καρδούλα μου σαν φυλαχτό!

Η ζωή μου είχε αλλάξει ρυθμό και όλα δούλευαν ρολόι.
Μας υπολόγιζαν και μας θαύμαζαν, είμαστε και εμείς κάποιοι, τα πλουσιόπαιδα τα ευνοημένα από την τύχη.
Με την καλοπέραση είχαμε ομορφύνει, είχαμε γίνει πρωτευουσιάνοι, είμαστε και έξυπνοι, τι άλλο να ζητούσαμε από τον Θεό!
Όταν όλα είχανε τακτοποιηθεί, ξεχάσαμε τις ανασφάλειές μας, τις δειλίες μας, τους φόβους μας, είμαστε δυνατοί, είχαμε γίνει μεγάλοι και τρανοί, είχαμε λύσει όλα τα οικονομικά μας προβλήματα.

Ξαφνικά μας χτύπησε κεραυνός! Ήρθαν τα πάνω-κάτω, το άσπρο-μαύρο...
'Αρχισαν ταραχές, ληστείες,κλεψιές, απεργίες, πορείες, κουκουλοφόροι,να σπάνε τα πεζοδρόμια, να πετάνε πέτρες και ξύλα, να βάζουνε βόμβες στα μέγαρα, στις πρεσβείες, στην Βουλή,οι αστυνομικοί να ρίχνουν δακρυγόνα, να κυνηγάνε αθώους πολίτες, να τους συλαμβάνουνε, να τους κακοποιούν και το χειρότερο να καίνε την Αθήνα και τα καταστήματα.

Τρείς φορές έκαψαν το κοσμηματοπωλείο και άλλες τόσες το λήστεψαν!
Δεν έμεινε τίποτα από την μια μέρα στην άλλη.
Οι θείοι μου πτώχευσαν, όλοι έμειναν άνεργοι, όσα χρήματα είχαν μαζεμένα τα φάγανε για να ζήσουν.

Τα σπίτια μας τα πήραν οι τράπεζες, καταστροφή! ο κόσμος τρελάθηκε, σκέτη κόλαση..
Η μοναδική ελπίδα ήταν η αλληλεγγύη και τα συσσίτια, αυτά που πρόσφεραν οι καλοί άνθρωποι που ακόμα δεν είχαν καταστραφεί. 
Τα έδιναν στην εκκλησία και οι παπάδες τα μοίραζαν στους νεόπτωχους.
Εμείς τι να κάναμε για να μην πεθάνουμε, πηγαίναμε και τρώγαμε,περιμένοντας στην ουρά μαζί με τους γονείς μας.
Ο θείος όμως και η θεία δεν ήθελαν να το δεχτούν, κλείστηκαν στο σπίτι και δεν έβλεπαν κανέναν!
Μάταια προσπαθούσαμε να τους παρηγορήσουμε.
Τον Αλέξανδρο μιά μέρα τον βρήκαμε κρεμασμένο με μιά τριχιά στον λαιμό!
 Η Βένια δεν το άντεξε.. σάλεψε το μυαλό της!
Την μεταφέραμε σε νευρολογική κλινική, η γιαγιά μου η Μελπομένη ήταν μισοπεθαμένη και οι γονείς μου είχαν το κακό τους το χάλι!
'Επρεπε όμως κάτι να κάνουν να προστατέψουν και εμάς!
Αποφασίσαμε λοιπόν να ξαναγυρίσουμε όλοι ξανά στις ρίζες μας!
Πήραμε το πούλμαν και χωρίς εισιτήρια αφού δεν είχαμε καθόλου λεφτά να τα αγοράσουμε,μας έκαναν ένα καλό και μας πήγανε τζάμπα στο Βαλτεσινίκο από εκεί με τα ζώα  οι καλοί μας πατριώτες, μας μετέφεραν στο σπίτι μας το πατρικό.
 Είχαμε και την θεία μας μαζί μας. Μπορεί να τα είχε χαμένα αλλά δεν θα την αφήναμε στο τρελοκομείο να την κάψουνε ζωντανή!

Οι χωρικοί ήσαν καλοί άνθρωποι μας βοήθησαν να σταθούμε και πάλι στα πόδια μας!
Τέρμα τα  ιδιωτικά σχολειά, τέρμα τα γράμματα, τέρμα η παιδεία και η καλοπέραση!
Θα γινόμαστε και πάλι αγρότες, κτηνοτρόφοι, μελισσοκόμοι.Θα δουλεύαμε σκληρά και εγώ και ο αδελφός μου.
Τώρα που είχαμε μεγαλώσει και θα δίναμε ψωμί από το στέρημά μας, σε όποιον είχε την ανάγκη μας.
Το είχαμε υποσχεθεί στους φίλους μας τους Αθηναίους αν ερχόντουσαν στο χωριό θα τους βοηθούσαμε όσο μπορούσαμε!
Όσο για την Βένια ζούσε στον κόσμο της!
Πήγαινε κάθε μέρα στο ποτάμι, καθότανε σε μια μεγάλη πέτρα, κοίταζε μέσα στο νερό και έκλαιγε συνέχεια.
Η γιαγιά μου ήταν απαρηγόρητη μία ζωντανή-νεκρή!
Τέτοια καταστροφή ποιός την περίμενε! Χωρίς πόλεμο, Χωρίς ξένους κατακτητές...
Αλίμονο στους Έλληνες και στην Ελλάδα! Πώς μας καταντήσανε...
Πέρασε πολύς καιρός!Όταν μια μέρα, με φώναξε ο Ηρακλής να κουβεντιάσουμε.
Ξαφνιάστηκα! Νόμισα πως είχε μεγαλώσει απότομα, κράταγε στην αγκαλιά το εικόνισμα της Παναγιάς.
Έλα, μου είπε αδελφούλη μου, να ορκιστούμε μπροστά στην Παρθένα Μαρία, πως όταν μεγαλώσουμε, θα ξεσηκώσουμε και τους άλλους νέους της ηλικίας μας για να ζητήσουμε ευθύνες από τους άπιστους προδότες, να απολογηθούνε στον Ελληνικό λαό, πως έφαγαν τις περιουσίες και τα χρήματα των σκληρά εργαζομένων ανθρώπων και μας ξεπούλησαν στους ξένους! 
Μάλιστα, στους φασίστες τους απόγονους του Χίτλερ που στον πόλεμο του 40 αιματοκύλησαν τους Έλληνες  και έκλεψαν τους θησαυρούς τους, πρέπει να πληρώσουν να τιμωρηθούν
για τα εγκλήματα που διέπραξαν.
Έμεινα στήλη άλατος!δεν το περίμενα αυτό από ένα τόσο μικρό παιδί!
Δώσαμε τα χέρια και τον ιερό όρκο, ότι από τώρα και μπρος  θα ζούσαμε μονάχα για να ζητήσουμε δικαιοσύνη, όχι μονάχα για το τραγικό τέλος του Αλέξανδρου, την τρέλα της Βένιας και την άμοιρη Μελπομένη που θα πέθαινε προτού έρθει η ώρα της... αλλά και για την δυστυχία όλων των αγνών και αθώων πολιτών αυτής της αδικημένης και παρεξηγημένης πατρίδας που λέγεται Ελλάδα.

Θαυμάζω απεριόριστα τον μικρό αδελφό μου, γιατί είναι ένας γίγαντας Η Ρ Ω Α Σ  . -


 

Φαίδρα Παπαγεωργίου - Καραγάτσου