Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ

Όλα πούλιουνται και αγοράζονται, όλα έχουν φθορά και αφθαρσία.

Όλα τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα και ο ελεύθερος άνθρωπος, ο ψηφοφόρος πολίτης, μέσα σε αυτή την ομιχλώδη, μέσα σε αυτή την θαμπή, μέσα σε αυτή την χαώδη κατάσταση, είναι ένα κινούμενο μαύρο συννεφάκι που απεγνωσμένα Ζητάει ΒΟΗΘΕΙΑ, Ζητάει ΔΙΚΑΙΩΣΗ, Ζητάει ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΠΝΕΥΜΑ και ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΒΟΥΛΗΣΗ , Ζητάει το ΔΙΚΑΙΩΜΑ στην απεργία και στην ελεύθερη έκφραση, το δικαίωμα στην εργασία και στον ίσο καταμερισμό της πίτας και αυτόματα βρίσκεται ανάμεσα σε ορδές βαρβάρων να προπηλακίζεται, να φιμώνεται, να σέρνεται και να απομονώνεται, για να περάσουν άνετα και ανενόχλητα οι λεβέντες της βουλής! 
Το μεσοπρόθεσμο μνημόνιο με την υπογραφή τους στους εταίρους μας.

Και την υπόσχεση ότι αυτός ο καταπιεσμένος λαός θα κάνει το καθήκον του, με κάθε θυσία, ακόμα και με το ξεπούλημα της ιδίας του της ζωής και της εθνικής του περιουσίας, για να ξεπληρώσει το χρέος του.

Ένα χρέος που δημιουργήθηκε με την ευθύνη των ίδιων των ανθρώπων της εξουσίας, των ανθρώπων του χρήματος, των ανθρώπων που διαχειρίζονται τις τύχες των λαών, ένα χρέος που όσο το πληρώνουμε, τόσο περισσότερο θα μεγαλώνει και θα πολλαπλασιάζετε ένα χρέος σαν την σαρανταποδαρούσα που όταν της κόψεις το ένα ποδάρι φυτρώνουν άλλα εκατό.

Γιατί οι συνθήκες είναι απάνθρωπες και οι τόκοι δυσβάσταχτοι και δεν θα τελειώσουμε ποτέ και να φανταστείτε ότι έχουμε δημοκρατία και οι άνθρωποι αυτοί που κατέχουν τις υπεύθυνες θέσεις τις κερδίζουν με την ψήφο του ελληνικού λαού, αυτού του παρεξηγημένου λαού, στο όνομα του οποίου οφείλει την ύπαρξη της η εξουσία, μία εξουσία που στην ουσία αγνοεί και περιφρονεί τον άνθρωπο, τον μεταχειρίζεται σαν (αντικείμενο) άψυχο και άνοο τον ταπεινώνει και τον βιάζει καθημερινά.

Και αλήθεια μπορεί να πιστεύουν οι ανόητοι, ότι έτσι θα αλλάξουν τον κόσμο;

Θα σώσουν την οικονομία και θα χαράξουν τον δρόμο της ανάπτυξης και της δημιουργίας;

Θα βοηθήσουν την Ελλάδα και τους Έλληνες; 


Ποια Ελλάδα και ποιους Έλληνες αυτούς που τα έχουν χάσει όλα;

Την αξιοπρέπεια τους, την αυτονομία τους την δουλειά τους, το ψωμί τους;

Τα θεμέλια δεν χτίζονται πάνω σε σαθρές βάσεις δεν χτίζονται πάνω σε σάπιο χώμα, αν δεν αλλάξουν νοοτροπία, αν δεν κάνουν το αυτονόητο την αυτοκριτική τους, αν δεν ψάξουν πολύ βαθειά μέσα τους, γενικά όλοι οι εγκάθετοι, όλοι ανεξαιρέτως οι πολιτικοί, αν δεν κόψουν με το μαχαίρι την σάπια πληγή και αν δεν αποκτήσουν λαϊκή συνείδηση, όσα πλάγια μέσα και αν εφαρμόσουν δεν θα φτάσουν ποτέ στο αναμενόμενο, ας το καταλάβουν επιτέλους, η βία φέρνει βία και με αυτή την ανακυκλώσιμη τακτική, δεν οδηγούμεθα πουθενά.

Η Ελλάδα θα καταρρεύσει, η Ευρώπη θα καταρρεύσει, το Ευρώ θα καταρρεύσει και ο λαός θα γυρίσει τις πλάτες στους δήθεν σωτήρες του, μα είναι τυφλοί, δεν βλέπουν επιτέλους που οδηγούν τον κόσμο; 

Τι περιμένουν να κερδίσουν, τα κόμματα έχουν χάσει τον προσανατολισμό τους, έχουν χάσει το άστρο τους, έχουν χάσει τον ειρμό τους, χωρίς πρόγραμμα,
χωρίς ιδέες, χωρίς όραμα, χωρίς προοπτική, χωρίς πατριωτισμό, χωρίς πολιτική κρίση, χωρίς σκοπό, χωρίς αιδώ και χωρίς σεβασμό σε αυτούς που τους φέρανε στα έδρανα της Βουλής δεν μπορεί να έχουν συνέχεια.

Η ζωή βέβαια θα συνεχιστεί και μετά από αυτούς και μέσα απ τις στάχτες και μέσα από τις καταστροφές και μέσα από τον όλεθρο και μέσα από το τίποτα, η ιστορία έχει αποδείξει ότι πάνω από το καυτό αίμα, πάνω από τα θαμμένα συντρίμμια θα ξεπηδήσει σπίθα της ελπίδας και της αναγέννησης! 
Αλλά αυτοί οι ανευθυνουπεύθυνοι δεν θα ξαναδούν το φως του ήλιου, θα τους γράψει με μαύρα γράμματα η ιστορία, θα τους καταδικάσει η συνείδηση τους, θα τους κυνηγάνε ερινύες, θα τους πνίγει το παρελθόν, θα τους καταριέται η ουρά τους. 
Γιατί δεν έκαναν αυτό που έπρεπε, αυτό που ήσαν υποχρεωμένοι να κάνουν, αυτό που ορκίστηκαν στο σύνταγμα και στους νόμους!
Αυτό που χρώσταγαν στην πατρίδα και στους Έλληνες.
Η επιτυχία είναι μονόδρομος, η διαπραγμάτευση με τους συνοδοιπόρους μας, η διαπραγμάτευση με τους δανειστές μας. 

Πρώτα απ όλα επιβάλλεται η συμπαράσταση, η συμφιλίωση, η επικοινωνία με τον λαό, η ψυχή και η δύναμη του κάθε πολιτικού είναι οι ψηφοφόροι του!
Χωρίς αυτή την δύναμη, δεν μπορεί να λειτουργήσει για πολύ, χωρίς αυτή την δύναμη, είναι άρρωστος, είναι αδύναμος, είναι καταδικασμένος να κινείται στο κενό, στο αβέβαιο, στο μηδέν στο τίποτα, στο μάταιο, στο αόριστο, στο ετοιμόρροπο, στο αμφισβητούμενο, στο επικίνδυνο, στο προσωρινό, στο εφήμερο και στο τέλος στο χάος!

Φτάσαμε στο χείλος του γκρεμού, φτάσαμε στο τελευταίο σκαλοπάτι, ήρθε η ώρα της κρίσης, ήρθε η ώρα της ευθύνης, η ώρα της αυτοκριτικής, η ώρα της αλήθειας και του ξεκουκουλώματος.



Δυστυχώς όλα τα βάρη δεν θα τα αντέξουνε να τα φορτωθούνε και πάλι οι αθώοι πολίτες.

Κύριοι, έλεος πια, ήγκικεν η ώρα της κρίσης, έφτασε η στιγμή να πληρώσουν επιτέλους και οι υπεύθυνοι, οι αίτιοι, αυτοί που τα έφαγαν, αυτοί που τα έκλεψαν, αυτοί που τα σπατάλησαν, αυτοί που τα διαχειρίστηκαν, οι εγκέφαλοι της οικονομίας αυτοί που με τις άνομες πράξεις τους έχουν αφήσει το καράβι ακυβέρνητο.



Εε λοιπόν! πρέπει να πληρώσουν και θα πληρώσουν, ο κανόνας αυτός δεν θα έχει καμία εξαίρεση, η ρομφαία της δικαιοσύνης αργεί, αλλά έρχεται, όσο και αν προσπαθήσουν να γλιτώσουν, να το βάλουν στα πόδια και να φυγομαχήσουν το άδοξο και θλιβερό παρελθόν θα τους καταδιώκει και πέρα από την επίγεια ζωή τους.

 




                                                                                              
                                                                                      ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ-ΚΑΡΑΓΑΤΣΟΥ
 

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013


Μάνα του '40

Ήσουν ψηλή και ντελικάτη!
Αρχόντισσα ήσουν κυρά,
μύριζες δυόσμο και λεβάντα
μαύρη πλεξούδα στα μαλλιά.

Ανθάκι λεμονιάς στο πέτο
δροσοσταλίδα του αγρού!
Στα μάτια σου ζωγραφισμένα
όλα τα χρώματα της φύσης..
κάτω απ’ το φως του φεγγαριού.

Ήσουν απ’ όλες πιο ωραία
και είχες μάνα λεβεντογέννα,
την λευτεριά σου αποζητούσες
γιατί σκλαβωμένη δεν θα ζούσες.

Σουλιώτισσα του είκοσι ένα,
στο Ζάλογγο χορό έσερνες.
Αθάνατη Ελληνίδα μάνα
έχεις δοξάσει την Ελλάδα
Και στον πόλεμο του σαράντα,
έδειξες πόσο ήσουν γενναία.

Έσταζε αίμα το κορμί σου,
τα χείλη σου έβγαζαν φωτιά!
Ζώστηκες το γιαταγάνι,
πολέμησες τον Αλή πασά,
σε τραγουδούν στον εικοστό αιώνα,
όλου του κόσμου τα σκολειά. -




ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ - ΚΑΡΑΓΑΤΣΟΥ

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

Ήρθαν οι Ν α ζ ί ....

Χτυπάνε οι καμπάνες στο καμπαναριό,
παίρνουν φωτιά τα σπίτια, καίγεται το χωριό.
Τα δένδρα ξεραθήκαν, τα λουλούδια δεν φυτρώνουν,
οι βρύσες στερέψανε και τα νερά θολώνουν.

Ήρθε το τέταρτο Ράιχ, να μας αναστατώσει,
με απειλές και ΔΝΤ, το τελεσίγραφο να δώσει
και η κυρία Μέρκελ, θέλει να θυμίζει,
πως είμαστε αιχμάλωτοι, σε γερμανική κατοχή,
γιατί ανήκουμε στη δύση.

Τον αράπη και αν τον πλένεις το σαπούνι χαλάς
και στην Μέρκελ τρέχει αίμα, μιας τρισκατάρατης γενιάς,
δεν ξεχνάει το παρελθόν της, ούτε του πολέμου τα φρικιά,
που ξεθάψανε από τους τάφους, τα γεράκια του '40
και του Χίτλερ τα σκυλιά.

Επιμένει να πιστεύει, να κάνει όνειρα τρελά,
πως θα μας γυρίσει πίσω στους εφιάλτες
που τρελάνανε τις μανάδες, όταν έβλεπαν τα παιδιά τους
 από την πείνα, να κείτονται νεκρά!

Ούτε να το φανταστούνε δεν μπορούσαν, οι σημερινές γενιές, 
 ότι θα ξαναζούσαν, την φτώχεια, τις μαύρες εποχές,
τότε που μαζεύαν τα πτώματα σαν μύγες, 
μέσα από τις ρημαγμένες γειτονιές.-








ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ-ΚΑΡΑΓΑΤΣΟΥ

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Της μοίρας τα γραμμένα...

Σκοτώνω την ώρα μου όταν ψάχνω να βρω μια λύση.
Η ζωή μου κυλάει και χάνεται και το αστέρι μου φτάνει στη δύση.
Πόσες μέρες και πόσες νύχτες δεν πήγαν χαμένες;
Και αυτό που περίμενα ήταν άπιαστο όνειρο,
Αφού οι ελπίδες μου στα φαντάσματα του χθες,
Είναι τώρα θαμμένες.

Με σπασμένο το σταυρό του παρελθόντος,
Ανεβαίνω το Γολγοθά μου του παρόντος.
Ένα σύννεφο που σκεπάζει της καρδιάς μου το κενό.
Και σκίζει σαν μαχαίρι τις σάρκες μου στα δυο.
Πίστευα πως ο έρωτα θα ήτανε Θεός,
Μα με χτύπησε πισώπλατα γιατί δεν έφτανε τόσο ψηλά. Ήταν πολύ μικρός.

Και τι δεν θα έκανα, την αγάπη να γνωρίσω.
Ακόμα και να θυσιαστώ, για έναν άνθρωπο που πίστεψα, Πως θα τον αγαπήσω.
Μα ζωντανή σταυρώθηκα και εγώ σαν τον Χριστό!
Γιατί το όνειρο που έζησα δεν ήταν αληθινό!
Ένα ψέμα που με πότισε με πόνο και με δάκρυ,
Όσο και αν είχα, τα έδωσα και όμως έμεινα μονάχη.

Ίσως να ήτανε γραφτό, της μοίρας μου το ριζικό.
Να μην βρεθεί στο δρόμο μου αυτός που λαχταρούσα
Σαν τα πουλιά μες τις φωλιές, ζεστή αγκαλιά ζητούσα.
Να ζευγαρώνουμε τα δυο και να κυλάει ο χρόνος,
Όπως το γάργαρο νερό που ξεδιψάει ο κόσμος.

Διαβάτης είμαι πάνω στη γη, ψάχνω να βρω ταίρι
Και όταν απλώνω τα φτερά,στέκει μπροστά μια μάγισσα Και μου κρατάει το χέρι!
Φοράει τα μαύρα πέπλα της, την άχαρη στολή της,
Δείχνει τα δόντια τα σκληρά, δείχνει τη δύηναμή της.
Την ώρα που γεννιόμουνα , ήταν και αυτή στη γέννα
Και έγραφε την μοίρα μου, με την δική της πέννα.-




ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ - ΚΑΡΑΓΑΤΣΟΥ

Ο ΤΖΩΝ Ο ΕΛΛΗΝΑΣ


Ο Τζων ο Έλληνας, έτσι τον αποκαλούν οι φίλοι του της Αμερικής, ζει στη Νέα Υόρκη, ως μόνιμος κάτοικος, πάνω από τριάντα χρόνια. Είναι ένας επιτυχημένος πάμπλουτος τραπεζίτης, που διαχειρίζεται και προστατεύει το χρήμα των καταθετών της Μεγάλης Ηπείρου. 
 
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελλάδα και, μάλιστα, στην πρωτεύουσα, την Αθήνα, διετέλεσε για πολλά χρόνια υπουργός Παιδείας, γόνος πολιτικής δυναστείας, που την κληρονόμησε από τον πατέρα ο γιος. Έτσι γινόταν συνήθως, τους προτιμούσε ο λαός και στις εκλογές οι Βελισσάριοι έβγαιναν πάντα πρώτοι. Παντρεύτηκε την Αμαλία, κόρη του μεγαλοεφοπλιστή Ροδόπουλου, ολόκληρο στόλο κληρονόμησε από τον πατέρα της.

Οι δύο νέοι ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου, όχι βέβαια από κεραυνοβόλο έρωτα ούτε από αγάπη, αλλά από συνήθεια, έτσι όπως συμβαίνει στις μεγάλες οικογένειες, για κοινωνικούς λόγους.

Το χρήμα να πάει στο χρήμα, η δόξα να πάει στη δόξα και η ζωή συνεχίζεται. Δεν ήταν και άσχημα..δύο νέοι άνθρωποι που τα είχαν όλα, ομορφιά, μόρφωση, καριέρα, ατράνταχτη κληρονομιά, τι άλλο να ζητήσουν από τη ζωή! 

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η αγάπη έχει δευτερεύουσα σημασία. Για να ολοκληρώσουν, βέβαια, τον κύκλο τους και να νιώσουν ευτυχισμένοι, θα έπρεπε να κάνουν ένα βήμα παραπάνω, να συνεχιστεί η λαμπρή πορεία τους και ο αμύθητος θησαυρός να έρθει στα χέρια του ίδιου ονόματος και όχι στα χέρια τρίτων και άσχετων.

Έτσι κι έγινε! Άργησαν, βέβαια, λίγο, γιατί συνάντησαν εμπόδιο στη σύλληψη, αλλά, με τη βοήθεια κορυφαίων γιατρών, τα κατάφεραν να φέρουν στον κόσμο ένα υγιέστατο αγοράκι. Ένα νεογέννητο φτυστός ο πατέρας του, όπως λέει ο λαός. Σε εξωτερική εμφάνιση, είναι αλήθεια ότι ο Αλέξανδρος είχε τα χαρακτηριστικά του παππού και του πατέρα του, θα τον ξεχώριζαν μέσα από χίλια παιδιά. Αυτό ήταν σίγουρο, ότι ήταν καθαρόαιμος και αληθινός, γιατί, στις περισσότερες τέτοιες περιπτώσεις, ποτέ ο πατέρας δεν είναι απολύτως σίγουρος ότι το παιδί είναι δικό του. Αυτό το προνόμιο το έχει μόνο η μάνα, εκείνη μονάχα μπορεί να γνωρίζει την αλήθεια. Εδώ, όμως, το πράγμα μίλαγε από μόνο του…. ο Αλέξανδρος ο νεότερος ήταν εγγονός του παππού Αλέξανδρου και γιος του λεβέντη του Ιωάννη του Βελισσάρη.
 
Η χαρά στο σπίτι ήταν απερίγραπτη! Το σπίτι παλάτι, από αυτά που είναι μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού, σε μια χώρα φτωχή σαν την Ψωροκώσταινα.
 Βροχή έφταναν, από όλα τα σημεία της γης, οι ευχές και τα πανάκριβα δώρα. 
«Να σας ζήσει το νεογέννητο», «να είναι ευτυχισμένος ο κανακάρης σας», «να έχει υγεία και μακροζωϊα», «να μεγαλώσει γρήγορα και να σας διαδεχτεί στην εξουσία, εκείνος να γίνει και πρωθυπουργός». 
Και οι παππούδες και οι γιαγιάδες, η μάνα και ο πατέρας πέταγαν από χαρά, επιτέλους απόκτησαν διάδοχο, απόχτησαν κληρονόμο.
Πόσο μικροί είναι, αλήθεια, οι άνθρωποι! Και πόσο ταπεινά σκέφτονται, όταν πιστεύουν ότι μονάχα τα δικά τους παιδιά έχουν δικαίωμα να ζούνε σαν αρχοντόπουλα και δεν ενδιαφέρονται καθόλου για την πείνα, για τη δίψα, για την ανεργία και τα μαρτύρια που τραβάνε τα παιδιά ενός άλλου κατώτερου Θεού!

Τώρα το όνειρο στην πολιτική οικογένεια είχε εκπληρωθεί, ο μπόμπιρας ήταν ακριβώς έτσι όπως τον είχαν ονειρευτεί…όμορφος, έξυπνος, ζωηρός, το τέλειο απόκτημα!

Aργότερα, όμως, μεγαλώνοντας ο Αλέξανδρος , βρήκαν πολλές δυσκολίες, γιατί ο δρόμος που είχαν χαράξει εκείνοι δεν ενθουσίαζε καθόλου τον ίδιο και δε θα τον ακολουθούσε. 
Διαφωνούσε σε όλα με τους γονείς του∙ εκείνος έβλεπε τους ανθρώπους με άλλο μάτι∙ ό,τι αγαπούσαν εκείνοι ο μικρός ήρωας το μισούσε∙ ήταν ένας ιδεολόγος επαναστάτης, ασυμβίβαστος με το κατεστημένο. 
Ως αντιδραστικός ζητούσε πιο απλά αλλά και πιο ανθρώπινα πράγματα..να παίζει στις αλάνες με τα αλητάκια, τα τσιγγανόπουλα, τα φτωχά παιδιά, δεν ήθελε να πηγαίνει σε ιδιωτικό αλλά σε δημόσιο σχολείο, δεν ακολουθούσε τους γονείς του σε κοινωνικές εκδηλώσεις και σε χώρους πολυτελείς, που σύχναζαν με τους ομοίους τους. 
Αντιπαθούσε τους ελίτ και τους δήθεν, κάθε μέρα τους δημιουργούσε προβλήματα και τους έκανε τη ζωή ποδήλατο, δεν μπορούσαν να τον βάλουν σε τάξη και να του επιβάλλουν τα θέλω τους και αυτό που πίστευαν εκείνοι ότι ήταν προς το συμφέρον του.
 
Ένα πιτσιρίκι, που δεν είχε προλάβει ακόμα να βγει απ’ το αυγό και τους έκανε ό,τι ήθελε∙ με το ξύλο και τη βία γινόταν πολύ χειρότερος, ένα αγρίμι, ένα θεριό ανήμερο. 
Πήγαν σε ψυχολόγους, σε ειδικούς επιστήμονες για να τους συμβουλέψουν, αλλά γρήγορα κατάλαβαν ότι αυτά που τους έλεγαν δεν συνέφερε τους ίδιους να τα εφαρμόσουν. 
Τελικά, θα έκαναν ό,τι ήθελαν εκείνοι, όσο μεγάλο κι αν ήταν το κόστος∙ δε θα του επέτρεπαν να στραφεί εναντίον τους, δε θα ήταν αρχηγός στις απεργίες, δε θα επαναστατούσε απέναντι στην ίδια του την οικογένεια…στο κάτω κάτω της γραφής, αυτοί τον τάιζαν, αυτοί τον μόρφωναν, αυτοί τον μεγάλωναν σα βασιλόπουλο, αυτοί είχαν το δικαίωμα να ορίζουν τις πράξεις του και να κατευθύνουν τη ζωή του. 
 
Όταν τελείωσε το λύκειο, μάλωσαν πολύ, έφτασαν στα άκρα. 
Ο Αλέξανδρος κατηγορήθηκε ότι ήταν ο καθοδηγητής μιας ομάδας νεαρών, που είχαν στραφεί εναντίον της Αμερικανικής πρεσβείας και προσπάθησαν να δολοφονήσουν τον αμερικανό πρέσβυ. Αυτό ήταν η χαριστική βολή!
Έβαλαν λυτούς και δεμένους∙ πλήρωσαν φανταστικά ποσά για ψευδομάρτυρες και επίορκους δικαστές, έκαναν τα πάντα και κατάφεραν να τον αθωώσουν.

Παράτησαν καριέρα και πολιτική, τον βούτηξαν σχεδόν δεμένο και εγκαταστάθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, με την ελπίδα να τον συνετίσουν και να αρχίσουν μια καινούρια ζωή μαζί του.

 Φυσικά και το πλήγμα ήταν πολύ μεγάλο..δεν ήταν καθόλου εύκολο να το ξεπεράσουν.
 Ξέρεις τι θα πει ν’ αφήνεις πίσω σου μια ονειρεμένη ζωή, μια επιτυχημένη καριέρα, ένα μεγάλο όνομα, να έχεις λύσει όλα σου τα προβλήματα, να είσαι εξουσιαστής στον τόπο που γεννήθηκες και να σε κάνει ρεζίλι ένα νιάνιαρο, να σε υποχρεώνει να το βάλεις στα πόδια, για να μην καταντήσεις όμηρος ενός τρομοκράτη, που έχει βάλει στόχο τον ίδιο του τον πατέρα! Έκαναν τόσες θυσίες, για να βγάλουν ένα τέρας; Μακάρι να μην τον είχαν γεννήσει ποτέ.
 
Δε γνώριζαν, όμως, τι φίδι έκρυβαν στον κόρφο τους!
 Στην καινούρια τους κατάσταση, προσπάθησαν και οι δύο πλευρές να τα ξεχάσουν όλα και να αρχίσουν από το άλφα, για δικούς του λόγους ο καθένας.
 Ο Αλέξανδρος είχε μετανιώσει και είχε πικραθεί πολύ γι’ αυτό που έγινε. 
Κατά βάθος, ήταν καλό παιδί, είχε αισθήματα, είχε μεγάλη καρδιά, δεν ήταν αχάριστος, αγαπούσε τους γονείς του. Δεν ήθελε να πάθουν κανένα κακό.
 Ήταν νέος, όμως, κι έβραζε το αίμα του και δεν υιοθετούσε τις πράξεις του πατέρα του, τις απόψεις του για το λαό και τους ανθρώπους, γενικότερα.

Την αλαζονεία, την απληστία, τη φιλοδοξία και, πάνω απ’ όλα, τη μεγάλη αδικία, την εκμετάλλευση, την υποκρισία, την ψευτιά, τη διγλωσσία, το χυδαίο παιχνίδι που παίζεται πίσω απ΄ την πλάτη τους,, από τους έχοντες και κατέχοντες της πολιτικής εξουσίας. 
 Αυτό τον τρέλλαινε, δεν μπορούσε να το ανεχτεί, γιατί ήταν ο μόνος, ίσως, με ανεβασμένο I.Q., που ζούσε από μέσα τα πράγματα και γνώριζε όλην την αλήθεια, αλλά αυτό, βέβαια, δε θα άλλαζε το γεγονός ότι μέσα του έτρεχε το αίμα των Βελισσάρηδων…..ήταν κι αυτός ένας Βελισσάρης. 
 
Ισχυρογνώμων, πεισματάρης, ξεροκέφαλος, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση από το δρόμο της αρετής. Για πρώτη, ίσως, φορά, το μήλο δεν είχε πέσει κάτω από τη μηλιά, όπως λέγεται. Στον κανόνα αυτόν ήταν η εξαίρεση. 
 
Ο πατέρας του, όμως, και η μάνα του, τώρα, αδιαφορούσαν για το γιο τους, τον μισούσαν, κατά βάθος. Τους είχε κάνει το μεγαλύτερο κακό, είχαν χάσει το κύρος τους, την αξιοπιστία τους, τη δύναμή τους. Τους περιφρονούσε ο περίγυρός τους και, ίσως, αυτό να γινόταν η αρχή του τέλους για την αποκάλυψη της σκοτεινής πλευράς της ζωής τους μέχρι σήμερα. 

Το θέμα, όμως, ήταν πολύ λεπτό και έπρεπε να το χειριστούν προσεκτικά. 
Ο Αλέξανδρος χρειαζόταν ειδική μεταχείριση∙ ευγένεια, καλούς τρόπους, διάλογο δημοκρατικό, να τον πείσουν για του λόγου το αληθές, ώστε να αλλάξει ρότα και να αποδεχτεί τους όρους τους ειρηνικά, με απτές αποδείξεις και δυνατά επιχειρήματα και όχι, βέβαια, με πολιτικά τερτίπια, που μπορεί να παραπλανούσαν άνετα το λαό τους. 

Δε θα διαπραγματεύονταν, όμως, απολύτως τίποτα με τον Αλέξανδρο κι αυτός θα έκανε ανακωχή μαζί τους, θα περιόριζε τη δράση του, για να μην τους εκθέσει παραπέρα, δε θα άλλαζε, όμως, ποτέ τις ιδέες του και τις απόψεις του για τη ζωή. 

Αυτός έτσι γεννήθηκε κι έτσι θα πέθαινε. Πολύ περίεργο, αλλά πέρα για πέρα αληθινό∙ η γιαγιά μου έλεγε «απ’ το αγκάθι βγαίνει ρόδο και το αντίθετο». 
Ήταν αναγκασμένος, προς το παρόν, να κάνει ανακωχή μαζί τους.
 Είχε την ανάγκη τους οικονομικά, έπρεπε να σπουδάσει, να αποκτήσει ένα εφόδιο για να ζήσει με αξιοπρέπεια και να τους δώσει το χρόνο να ξαναχτίσουν την καριέρα τους στη νέα τους πατρίδα, αν και δε θα ήταν καθόλου δύσκολο, γιατί το χρήμα, γι’ αυτούς, ήταν πολύ εύκολο να το πολλαπλασιάζουν με ένα φανταστικό τρόπο.

Όταν ήρθε ο καιρός να γραφτεί στο Πανεπιστήμιο, οι γονείς του είχαν την άποψη να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες και οικονομικά. Αλλά, τώρα, θα ήταν μάταιο να το απαιτήσουν, γιατί, σίγουρα, ως πολιτικός, θα ήταν αποτυχημένος, θα ήταν ανεπιθύμητος, αφού θα έμπαινε μέσα στο στόμα του λύκου, μέσα στη σαπίλα και στη διαφθορά που επικρατεί σ’ αυτήν τη διεφθαρμένη «οικογένεια».
Τον άφησαν, λοιπόν, να διαλέξει μόνος τι θα έκανε για το μέλλον του και ο τελειόφοιτος του λυκείου γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο, στην Ιατρική Σχολή.
 Έτσι, απ’ αυτό το μετερίζι, θα του δινόταν η ευκαιρία να βοηθήσει τον άνθρωπο, χωρίς να βγαίνει στους δρόμους και να γίνεται βορά στους ανθρώπους του συστήματος και, κατ’ επέκταση, καταζητούμενος της αστυνομίας.
 Αυτό θα ήταν πολύ κακό για την ταυτότητά του και για το τρανταχτό όνομα του πατέρα του. Χαμήλωσε, λοιπόν, τους τόνους κι έπεσε με τα μούτρα στο διάβασμα. Έτσι προσπάθησε να τιθασεύσει την οργή του, να σιωπήσει και να μείνει αμέτοχος σε όλα όσα τον ενοχλούσαν και συνέβαιναν γύρω του, καθώς, μεγαλώνοντας, πίστευε ότι θα έπηζε το μυαλό του και θα άλλαζε τη συμπεριφορά του με δημιουργικό και γόνιμο τρόπο, για να μην κάνει κακό σε κανέναν και να μην πληγώσει ποτέ ξανά τους γονείς του.

Τελείωσε το πανεπιστήμιο και πήρε το πτυχίο του με «άριστα» και, τώρα, ήταν σίγουρος ότι θα μπορούσε να πετάξει με τα δικά του τα φτερά, να δουλεύει και να κερδίζει τα προς το ζην. Δεν είχε μεγάλες απαιτήσεις, είχε κατανοήσει πολύ καλά το νόημα της ζωής. Τίποτα δεν πήρε κανείς στον τάφο, μόνοι μας ερχόμαστε σ’ αυτόν τον κόσμο και μόνοι μας φεύγουμε.

Ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Μακεδόνας, από το τίποτα, μέχρι τα 33 του χρόνια, είχε κατορθώσει να κατακτήσει σχεδόν ολόκληρο τον κόσμο και οι ηττημένοι σεβάστηκαν και θαύμασαν τον Έλληνα κατακτητή, την ελληνική σοφία και το ελληνικό πνεύμα. Aυτός, λοιπόν, ο μέγας στρατηλάτης, ο Θεσσαλονικιός Αλέξανδρος, όταν βρισκόταν στην επιθανάτιο κλίνη, κάλεσε τους στρατηγούς του και τους ζήτησε να πραγματοποιήσουν τις τρεις τελευταίες του επιθυμίες, όταν αυτός θα είχε πεθάνει. 
 Η πρώτη ήταν να μεταφερθεί η σορός του στους ώμους από τους καλύτερους γιατρούς της πόλης. 
Η δεύτερη όριζε οι θησαυροί που είχε αποχτήσει να σκορπιστούν σε όλη τη διαδρομή, μέχρι τον τάφο του.
 Η τρίτη ήταν να μείνουν τα χέρια του ελεύθερα, να λικνίζονται στον αέρα, καθώς θα μεταφέρεται προς τον τάφο του, για να είναι στη θέα όλων.

 Ένας από τους στρατηγούς του, έκπληκτος από τις ασυνήθιστες επιθυμίες, ρώτησε τον Αλέξανδρο ποιοι ήταν οι λόγοι. 
Ο Αλέξανδρος τού εξήγησε: «θέλω οι πιο διαπρεπείς γιατροί να σηκώσουν το φέρετρό μου, για να μπορούν να δείξουν μ’ αυτόν τον τρόπο ότι ούτε εκείνοι δεν έχουν, μπροστά στο θάνατο, τη δύναμη να θεραπεύουν∙ θέλω το έδαφος να καλυφθεί από τους θησαυρούς μου, για να μπορούν όλοι να βλέπουν ότι τα αγαθά, που αποκτούμε εδώ, εδώ παραμένουν∙ θέλω τα χέρια μου να αιωρούνται στον αέρα, για να μπορούν οι άνθρωποι να βλέπουν ερχόμαστε με τα χέρια άδεια και με τα χέρια άδεια φεύγουμε, όταν τελειώσει για μας ο πολύτιμος θησαυρός που είναι ο χρόνος.

Τώρα, που ο πτυχιούχος Αλέξανδρος θα ήταν πια αυτόνομος και οικονομικά ανεξάρτητος, ήθελε να μιλήσει, επιτέλους, με τον πατέρα του, σαν άντρας προς άντρα, να έκαναν ένα δημοκρατικό διάλογο, όχι βέβαια σαν αυτούς που έκανε με τους ψηφοφόρους του. Του είπε, λοιπόν, ότι είχε φτάσει η ώρα, επιτέλους, που θα ήταν υπεύθυνος για τις πράξεις του, θα κέρδιζε μονάχος του το ψωμί του, με την εργασία του, θα έκανε δική του οικογένεια. 
 
Πατέρα, του εξομολογήθηκε, αν σας πίκρανα με τις συμπεριφορές μου, σας ζητώ συγνώμη και σας ευχαριστώ για όσα μου έχετε προσφέρει. Κάποτε αγάπησα, αλλά με χωρίσατε από την αγάπη μου, πικράθηκα πολύ και πόνεσα, περισσότερο, επειδή εξαιτίας μου υπέφερε ένα αγνό και αθώο κορίτσι…αγαπιόμασταν αληθινά..στη φτωχή αυτή νεαρή και ευαίσθητη γυναίκα δεν άξιζε μια τέτοια μεταχείρηση. Μπορεί να είχατε δίκιο, εγώ ήμουν πολύ μικρός και δεν είχα το δικαίωμα να σας ζητήσω να αποδεχτείτε αυτό το δεσμό. Τώρα, όμως, έχω όλην την άνεση, νομίζω, να διαλέξω τη γυναίκα που θα ζήσω μαζί της και ήδη την έχω βρει. Είναι μια όμορφη συμφοιτήτριά μου από τις Φιλιππίνες. Πήραμε το πτυχίο την ίδια μέρα. Δεν έχω την απαίτηση, αν δε θέλετε, να τη δεχθείτε στο σπίτι σας. Εγώ, έτσι κι αλλιώς, θα φύγω από τη Νέα Υόρκη.

Τι ήταν αυτό! Καλύτερα να έπεφτε ο ουρανός και να πλάκωνε τον τραπεζίτη. Άστραψε και βρόντηξε ακούγοντας ότι ο γιος του θα παντρευόταν μια Φιλιππινέζα! Ήταν σα να του ήρθε κεραυνός εν αιθρία.

-Άκουσέ με, του είπε με δυνατή φωνή, χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι, αν νομίζεις ότι εγώ δημιούργησα μια αυτοκρατορία, για να την κληρονομήσει μια πόρνη ξεβράκωτη, πεινασμένη και άξεστη, κάνεις πολύ μεγάλο λάθος. Προτιμώ να βάλω φωτιά και να τα κάψω όλα, παρά να σε δω ζωντανό στο πλευρό της….θα σε καταστρέψω.
Μιλούσε με τόσο μίσος, που το παληκάρι τα χασε, έμεινε στήλη άλατος, έμεινε άλαλος∙ εκείνος, όμως, συνέχισε να μιλάει, έβγαλε τα εσώψυχά του, τον αληθινό του χαρακτήρα.

-Τι θα πει «αγάπησες;», τον ειρωνεύτηκε! Εγώ δεν αγάπησα τη μάνα σου, ζούμε, όμως, μια χαρά. Μπορείς να πηδήξεις όσες γυναίκες θέλεις….για νύφη, όμως, θα μου φέρεις την καλύτερη, αυτή που αρμόζει σ’ ένα Βελισσάρη. Ξέρεις πόσες πουτάνες έχω πηδήξει εγώ και πόσα μούλικα έχω σκορπίσει σε ολόκληρο τον πλανήτη; Εσύ, όμως, είσαι ο γιος μου κι εσύ θα γίνεις ο κληρονόμος μου.
Ο άτυχος νέος έτρεμε ολόκληρος. Πίστευε πως γνώριζε τον πατέρα του…δυστυχώς, όμως, είχε κάνει λάθος. Ο άνθρωπος που τον έφερε στον κόσμο ήταν ένα κτήνος!

-Και τη μάνα μου δεν τη σκέφτηκες; του απάντησε. Εκείνη τι σου έφταιξε;

-Χα, χα, χα, γελούσε σαν τρελλός! Ποιος σου είπε ότι αυτή δεν πηδιόταν; Το γνώριζε, αλλά δε με έμελλε..ήταν δίπλα μου, με στήριζε, όταν τη χρειαζόμουν. Ποτέ δε με πρόδωσε και ποτέ δε με κατέδωσε. Ήμουν σίγουρος ότι θα μου είχε τυφλή υπακοή. Έχει μυαλό η μάνα σου, γι’ αυτό τη διάλεξα…ποτέ της δε θα απέρριπτε μια τέτοια τύχη και ποτέ της δε θα πέταγε τόσο χρήμα για αγάπες και ανοησίες.

Έπεσε πάνω στο γιο του έτοιμος να τον ξεσκίσει. Τον χτυπούσε σα μανιασμένος ταύρος με κλωτσιές και μπουνιές. Ο Αλέξανδρος ήταν πολύ δυνατός, μπορούσε να τον αντιμετωπίσει∙ δεν το έκανε, όμως. Προσπάθησε να του ξεφύγει και γυρνώντας του την πλάτη, στράφηκε προς την πόρτα. Τότε, ο γέρο μανιακός πήρε το πιστόλι από το συρτάρι του γραφείου του και τον πυροβόλησε τρεις φορές στο κεφάλι. 
Τον έριξε κάτω νεκρό. Το αίμα άρχισε να τρέχει ποτάμι. 

–Είσαι το αίμα από το αίμα μου, η σάρκα από τις σάρκες μου, το σπλάχνο από τα σπλάχνα μου, μουρμούρισε ο παράφρων πωρωμένος εκδικητής. 

–Δεν είχες το δικαίωμα να είσαι διαφορετικός από μενα.
 Εγώ σου έδωσα τη ζωή κι εγώ έχω το δικαίωμα να σου την αφαιρέσω. 
 
Μια τραγωδία, ένα μοιραίο τέλος, ένας μοιραίος θάνατος. Φυσικά, κι αυτή τη φορά ο πραγματικός δολοφόνος ήταν υπεράνω υποψίας.
 Κυκλοφόρησε η είδηση ότι κάποιος μπήκε στο σπίτι, με σκοπό να σκοτώσει τον πατέρα και όχι το γιο, στήθηκε στη μέση ο γιος και πλήρωσε με τη ζωή του για τη ζωή του πατέρα του.

Όλοι το πίστεψαν και κανένας δεν αμφέβαλλε, αλλά και ποιος θα τολμούσε, μέσα από το οικογενειακό περιβάλλον του πανίσχυρου άντρα να ομολογήσει μια τέτοια αλήθεια, όταν γνώριζε ότι ο χάρος θα τον περίμενε κι εκείνον στη γωνία! 
 
Έτσι, λοιπόν, κι αυτή η υπόθεση, ανεξιχνίαστη, μπήκε στο αρχείο, όπως και τόσες άλλες που συμβαίνουν σχεδόν καθημερινά!!




 
ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ - ΚΑΡΑΓΑΤΣΟΥ

Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

Ο μ ι κ ρ ό ς ΗΡΩΑΣ !


Όταν ήμουνα επτά ετών μαζί με την μάνα μου την Αγλαϊα, τον πατέρα μου τον Λεωνίδα, τον μικρότερο αδερφό μου τον Ηρακλή και την γιαγιά μου την Μελπομένη, φύγαμε από το χωριό μας να εγκατασταθούμε στην Αθήνα, για να ζήσουμε όπως μας έλεγαν μία καλύτερη ζωή.

 Εγώ εκείνη την εποχή δεν μπορούσα να εξηγήσω τις κλάψες και τα παράπονα των γονιών μου, καθώς και τα μισόλογα των γειτόνων στις συζητήσεις τους, ότι τάχα είμαστε καταδικασμένοι γιατί είχαμε την ατυχία να γεννηθούμε στην κόλαση, δηλαδή στου Κουρούβελη της Γορτυνίας στον πιο όμορφο τόπο του νομού Αρκαδίας.
 Ενώ αντιθέτως, σαν μικρό παιδί που ήμουνα πίστευα ότι είχα γεννηθεί στον παράδεισο, τις άνοιξες και τα καλοκαίρια ήμουνα τρισευτυχισμένος όταν έτρεχα μέσα στο δάσος και στα χωράφια, με τα λίγα παιδιά της ηλικίας μου. 

Δέκα οικογένειες είμαστε όλες κι όλες σε αυτό το ευλογημένο μέρος όμως εμένα μου έφταναν και μου περίσσευαν. Τι τους ήθελα τους άλλους , ήταν τόση η αγάπη μεταξύ μας που δεν ζητούσα τίποτα παραπάνω. 

Είχα τη φύση, τα πουλιά, τον ήλιο, τον αέρα, τα ποτάμια, τις βρύσες, τα τρεχούμενα νερά, τα καταπράσινα βοσκοτόπια, τα πανύψηλα δέντρα. 
Το νερόμυλο και τον μυλωνά μας τον κυρ Αντώνη που άλεθε το σιτάρι, παίρναμε το αλεύρι και η γιαγιά μου ζύμωνε και έψηνε το μυρωδάτο ψωμί που το έτρωγα με τόση όρεξη ζεστό, όταν το έβγαζε από το φούρνο με τα ξύλα. 
Και τι δεν είχα να κάνω μετά από κάθε πρωινό ξύπνημα, να τρέξω να δω τα ζώα μας, το σκύλο μας τον Αζόρ ,τις κότες, το μακρολαίμη κόκορα με το κόκκινο λειρί του που με ξύπναγε από τα ξημερώματα με το αγέρωχο λάλημα του, την καλοθρεμμένη γάτα μας την Μαριώ ξαπλωμένη στο παραγώνι δίπλα στη φωτιά, να μας κοιτάζει με καμάρι μέσα στα μάτια με το γατίσιο βλέμμα της, να τρίβεται στα πόδια μας σαν αγαπητικιά και να ζητάει τα χάδια μας.

Τα λουλούδια που μαζεύαμε τους ζεστούς μήνες του χρόνου τα κάναμε μπουκέτα και τα προσφέραμε στην δασκάλα μας την Γκόλφω, ήτανε η πιο όμορφη, έμοιαζε με θεά, την είχα αλήθεια ερωτευτεί εκείνον τον καιρό. 

Το στεφάνι της Πρωτομαγιάς, πλεγμένο με τα κόκκινα τριαντάφυλλα και τους άσπρους κρίνους, το κρεμάγαμε έξω από την ξύλινη πόρτα του σπιτιού μας, το καίγαμε του Άϊ Γιάννη του νηστευτή , πηδώντας τις φωτιές που ανάβαμε στους κακοτράχαλους δρόμους περπατώντας μέσα στη θράκα, ξυπόλυτοι χωρίς να καούν οι πατούσες μας, όλοι πιστεύαμε ότι γινόταν θάμα.

Τι χαρά αλήθεια, όταν καβαλάγαμε μαζί με τον αδερφό μου, τον γαϊδαρό μας το Μήτσο, με τη βοήθεια του πατέρα μου, να πάμε στη στάνη να αρμέξουμε τα γίδια και τα πρόβατα, να πιούμε το φρέσκο γάλα να δυναμώσουμε να αντρειωθούμε, όπως έλεγε η γιαγιά μου και η μάνα μου.

Το χειμώνα ακόμα καλύτερα, να είμαστε όλοι καθισμένοι γύρω από το τζάκι, η μάνα μου να βράζει τον τραχανά με το γάλα και το τυρί, και η γιαγιά μου να γνέθει την ρόκα της και να μας λέει παραμύθια, ενώ τα βράδια όλοι μαζί οι συγχωριανοί να είμαστε πότε στο σπίτι του ενός και πότε στο σπίτι του άλλου καθισμένοι στο ζεστό χειμωνιάτικο, και έξω να χιονίζει και  να βρέχει ασταμάτητα. 
Τα κούτσουρα στοιβαγμένα κάτω από το χαγιάτι για να μην βρέχονται, να είναι πάντα στεγνά έτοιμα για τις παγωμένες άγριες νύχτες, ο πατέρας να τροφοδοτεί συνέχεια τη φωτιά και οι κόκκινες πύρινες γλώσσες να μας νανουρίζουν, να κάνουν τα μάγουλα μας ροδοκόκκινα, με τα φουγάρα  όλα να καπνίζουν και ο καπνός ν΄ανεβαίνει στον ουρανό σαν ψηλός ψηλός καλόγερος που κόκκαλα δεν έχει, έλεγε η Μελπομένη η πολύξερη και σοφή, όλα τα γνώριζε, να λέμε αστεία να τραγουδάμε, να γελάμε, να πίνουμε το τσάι με τις ψημένες φέτες του ψωμιού στα χωνεμένα κάρβουνα.

Είμαστε όλοι τρισευτυχισμένοι, τα παιδιά να μην θέλουμε να χωριστούμε και οι γονείς να μας μεταφέρουν μισοκοιμισμένα τα μεσάνυχτα στα σπίτια μας και στα κρεβάτια μας. Με τι αγωνία περιμέναμε τον δεκαπενταύγουστο για να χτυπήσει η βαριά σιδερένια καμπάνα της εκκλησιάς που μας καλούσε όλους να προσκυνήσουμε την κοίμηση της Θεοτόκου, μικροί και μεγάλοι ντυμένοι με τις γιορτινές μας φορεσιές, από νωρίς τρέχαμε στην θεία λειτουργία και καθόμαστε μέχρι το τέλος. 

Παίρναμε το αντίδωρο, φυλάγαμε του παπά το χέρι και τρέχαμε γρήγορα έξω, ν΄αγκαλιαστούμε, να φιληθούμε, να ευχηθούμε χρόνια πολλά και ευλογημένα και το απόγευμα δίναμε ραντεβού να μαζευτούμε όλοι στο προαύλιο του ναού και να γιορτάσουμε αυτή την χρονιάρα μέρα, να χορέψουμε με τα όργανα και τους οργανοπαίχτες που ερχόντουσαν αυτή την μέρα  από τα γειτονικά χωριά. 
Γι αυτό και πικράθηκα τόσο πολύ όταν ένα πρωινό φορτώσαμε τα λίγα μπογαλάκια μας στα ζώα να πάμε στο Βαλτεσινίκο, εκεί μας περίμενε ο θείος Αλέξανδρος με το ακριβό αυτοκίνητο του για να μας μεταφέρει στην πρωτεύουσα, έκλαιγα από μέσα μου για να μην φανούν τα δάκρυα μου, θα έχανα τους φίλους μου και όλα όσα είχα αγαπήσει, ευτυχώς που θα ήσαν κοντά μου τουλάχιστον οι δικοί μου άνθρωποι. Αλλά και αυτοί παρόλα όσα μου έλεγαν μέχρι χθες ήσαν σιωπηλοί και πολύ μελαγχολικοί, ήταν σαν να πηγαίναμε σε κηδεία, ο θείος μου προσπαθούσε με ωραία λόγια να μας παρηγορήσει, εξηγώντας μας πόσο όμορφα θα περνούσαμε στην καινούργια μας ζωή, αλλά δεν το κατόρθωνε , όταν φτάσαμε στο Παγκράτι, εκεί έμενε ο θείος μου με την θεία μου κοντά στην Βουλή και στον Βασιλικό κήπο σ΄ένα τριώροφο παλάτι όπως πίστεψα όταν το πρωτοείδα.
Είμαστε όλοι ερείπια, κάτι ο δρόμος, κάτι ο μεγάλος καημός ενός ξεριζωμού, μας είχε κάνει αγνώριστους. 
Πρώτη μας φορά κάναμε ένα τόσο μεγάλο ταξίδι και μάλιστα με πολυτελέστατο αυτοκίνητο, έτρεχε σαν δαιμονισμένο, εγώ και ο αδερφός μου θέλαμε να κάνουμε συνέχεια εμετό, όταν μπήκαμε στην πλακόστρωτη αυλή του σπιτιού θαμπώθηκα από την ομορφιά της πολυκατοικίας με τα τρία μεγάλα διαμερίσματα, στο τρίτο θα έμεναν οι θείοι μου, στο δεύτερο εμείς και το πρώτο θα ήταν άδειο.
 Όταν το αμάξι πέρασε από την μεγάλη εξώπορτα, τα έχασα, άνοιξε μόνη της. 
Πάλι μόλις μπήκαμε έκλεισε ξανά μόνη της, αυτά είναι μαγικά σκέφτηκα, δεν πρόλαβα όμως να ρωτήσω, γιατί ξαφνικά μας πλησίασε ένα αγριεμένο λυκόσκυλο και άρχισε να γαβγίζει σαν λυσσασμένο, ένας καλοθρεμμένος κοπρίτης φαίνονταν κακομαθημένος και τεμπέλης. Δεν έμοιαζε καθόλου με τον καημενούλη τον Αζόρ, αδυνατούλης αλλά δουλευταράς και φιλότιμος έτρεχε όλη μέρα να κυνηγάει μπεκάτσες και λαγούς αλλά και ο πιο πιστός φύλακας για το κοπάδι.
 Όταν το αφεντικό διέταξε τον χαραμοφάι του να σταματήσει τα ουρλιαχτά, μουγκάθηκε, έμεινε κόκκαλο, τον έλεγαν Νέλσον έμαθα αργότερα το όνομα του, δεν ήταν τόσο αντιπαθητικός όπως νόμισα στην αρχή, γίναμε μάλιστα και φιλαράκια, τον αγάπησα και με αγάπησε και εκείνος, έγινε ο προστάτης και συνοδός μου.
 Όταν άνοιξε η δεύτερη εσωτερική πόρτα  της κατοικίας και φάνηκε η αδελφή της μάνας μου, καταχάρηκα έμοιαζε με βασίλισσα με τα βελουδένια πασουμάκια της, την μακριά λουλουδάτη ρόμπα της, το καλοχτενισμένο κεφάλι της, μας αγκάλιασε και μας φίλησε, γελούσε συνέχεια, μας αγαπούσε γι αυτό ήμουν σίγουρος, φώναξε την υπηρέτρια να πάρει τις βαλίτσες μας, ποιες βαλίτσες δηλαδή, κάτι παλιόρουχα τυλιγμένα στα υφαντά χράμια και μπαντανίες να τα μεταφέρει στο δεύτερο και εμάς μας ανέβασε στο τρίτο με το ασανσέρ, βουβάθηκα, να πατάς ένα κουμπί και να ανεβαίνεις ψηλα χωρίς να περπατάς σαν φρικιό στον αέρα, εκεί μας άνοιξε άλλη κυρία καταχαρούμενη και αυτή μας είπε καλωσορίσατε, περάστε, φορούσε και το άσπρο της καπελάκι.

Το τραπέζι ήταν έτοιμο, στρωμένο με το κάτασπρο δαντελένιο τραπεζομάντιλο, τα πλουμιστά πιάτα, τα ασημένια μαχαιροπήρουνα, τα αστραφτερά ποτήρια και τι δεν είχε επάνω, μόνο τα φαγιά έλειπαν, τι θα έτρωγαν άραγε, μονάχα τα πιάτα και τα κουτάλια και πως θα έπιναν με άδεια ποτήρια; 

Πρώτα μας πέρασαν στο μπάνιο να πλύνουμε τα χέρια μας και στην συνέχεια υπέδειξαν τις καρέκλες που έπρεπε να καθίσουμε για το φαγητό, τελικά καθίσαμε όλοι γύρω από μία τεράστια τραπεζαρία, που τα είχε όλα εκτός από τα φαγιά, είχα χαζέψει, πως ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι χωρίς να τρώνε; ή μήπως μας κοροϊδεύανε;
 Δεν πρόλαβα όμως να το καλοσκεφτώ και πλάκωσαν οι μεγάλες πιατέλες γεμάτες με του πουλιού το γάλα, ήταν για γέλια και για κλάματα, είχα κοκαλώσει σαν κέρινο άγαλμα, πεινούσα σαν λύκος  και όμως δεν έφαγα απολύτως τίποτα, ντρεπόμουνα δεν ήξερα πώς να πιάσω το πιρούνι και το μαχαίρι , έτσι νομίζω ενοιώθαμε όλοι μας.

Οι θείοι μας χιλιοπαρακαλούσαν αλλά εμείς είμαστε αλλού αλλιώς είχαμε συνηθίσει, και να έχουμε και αυτήν την ασπροφορούσα όρθια πάνω από το κεφάλι μας να μας ρωτάει συνεχώς τι άλλο θέλαμε να σερβίρει, καλά δεν πείναγε αυτή, θα έμενε νηστική , τι παράξενος κόσμος αναρωτιόμουν, αλλοιώτικος  μετά από το φαϊ η θεία μου μας κατέβασε στο προσωρινό όπως διέδιδε σπιτικό μας. 
Μέχρι ν αποκτούσαμε με το καλό και το δικό μας. Μπήκαμε με το δεξί. 
 Ήταν τέλεια επιπλωμένο με το σαλόνι του την τραπεζαρία του, μια μεγάλη κουζίνα με ντουλάπια, πλυντήριο πιάτων, κουζίνα, ψυγείο άντε πως θα μάθαινε μια γριά χωριάτισσα να λειτουργεί όλα αυτά τα εργαλεία, καλά  τα πιάτα ας τα έπλενε με τα χέρια της, να δεις που κάποια μέρα μπορεί και να μας έβαζε φωτιά , έλα Χριστέ και Παναγιά άσε που θα μέναμε και νηστικοί. 
Εδώ δεν είχε ξύλα για να μαγειρεύει, είχε τρεις κρεβατοκάμαρες, τη δική μου, του αδελφού μου και των γονιών μου και πολλά άλλα βοηθητικά δωμάτια όπως τα ονόμαζαν και άλλα τόσα μπάνια. 
Εγώ να κοιμάμαι μονάχος μου χωρίς τον Ηρακλή, ξύπνιος θα έμενα όλη την νύχτα αφού από την ώρα που γεννήθηκε κοιμόμαστε στο ίδιο δωμάτιο, άσε που θα χανόμουν εκεί μέσα και δεν θα έβρισκα τον δρόμο να πάω όπου ήθελα. 
Μακάρι να έβρισκα το μπάνιο να μην κατουριόμουνα πάνω μου και γινόμουνα ρεζίλη. Καμάρωνα όμως σαν παραφουσκωμένος Γάλλος, όταν ήξερα ότι θα ζούσα μέσα σ αυτά τα μεγαλεία, θα τα μάθαινα όλα που θα μου πήγαιναν, δεν ήμουνα δα και τόσο κουτός, θα έλεγα και στην γιαγιά μου τι έπρεπε να κάνει. 

Η θεία μου είπε να κάνουμε το μπάνιο μας και να ξαπλώσουμε, το απόγευμα θα κατέβαιναν να πίναμε όλοι μαζί τον καφέ μας και τις πορτοκαλάδες μας. 
Δεν ξέρω αν θα είχε και τον χαλβά που μας έκανε η μάνα μου στις γιορτές. 
Αυτή την μέρα δεν δούλευαν, ήταν Κυριακή, τα μαγαζιά έμεναν κλειστά, έπρεπε να ξεκουράζονται μία μέρα την εβδομάδα, τι κούραση χαράς το πράγμα, ήθελα να έμεναν στο χωριό για να δούνε πως δουλεύει ο κόσμος για να βγάλει το καρβέλι του.

Στο πρόγραμμα ήτανε να κάνουμε και το μπάνιο μας, πως όμως αφού δεν ξέραμε να ανοίξουμε ούτε τις βρύσες, είχε λέει ζεστό και κρύο νερό, είπε στην υπηρέτρια να μας βοηθήσει, όλα τα είχε προβλέψει αυτή η καλή κυρία.
 Όταν βγήκαμε από την μπανιέρα σκουπιστήκαμε με κάτι μεγάλες χνουδάτες πετσέτες, φορέσαμε παντόφλες και πιτζάμες και ξαπλώσαμε στα κρεβάτια μας, δεν μας έλειπε τίποτα, που τα είχε βρει όλα αυτά τα πράγματα, πως ήξερε το νούμερο μας αφού ποτέ δεν μας είχε ρωτήσει, σαν παραμύθι, δεν ήξερα ότι και τα παραμύθια γίνονται αληθινά καμιά φορά. Εγώ όμως στην αρχή επέμενα να θέλω να ξαναγυρίσω στο χωριό μου, έκλαιγα κρυφά όλα τα βράδια. Και τώρα να σας πω, πως μας προέκυψε από το πουθενά η θεία Βένια.

 Η μάνα μου δεν γνώριζε ότι είχε αδελφή, το έμαθε πολύ αργά, όταν ήταν μεγάλη και μάλιστα παντρεμένη γυναίκα με παιδιά. 
Η γιαγιά με τον παππού μου είχαν κάνει μία θυγατέρα, την Αγλαϊα, αυτήν μεγάλωσαν και αυτή είχαν για παιδί τους.
 Μοναχοκόρη έλεγε η μάνα μου ότι ήταν και καμάρωνε, πολύ αργότερα μάθαμε τι είχε γίνει. 
Όταν η Μελπομένη ήταν δεκαέξι χρονών κοριτσάκι κοιμήθηκε με κάποιον και έμεινε έγκυος. 
Δεν το κατάλαβε ούτε η ίδια πως έγινε, μόλις άρχισε να μεγαλώνει η κοιλιά της και το διαπίστωσαν οι γονείς της, δεν ήσαν χαζοί, ο προπάππους μου θύμωσε πάρα πολύ, ήθελε να την σκοτώσει, θα τον φώναζαν όλοι μασκαρά, αλλά η προγιαγιά μου σαν τσαχπινούλα που ήταν βρήκε κάποια μίλησε μαζί της και του έιπε ότι θα την έστελναν στην Αθήνα, θα γεννούσε το παιδί, θα το άφηνε εκεί και θα γύριζε πίσω σαν κυρία και ούτε γάτα ούτε ζημιά.

 Σε όλους θα διέδιδαν ότι ήταν βαριά άρρωστη και ότι πήγαινε να γιατρευτεί στους γιατρούς. Τώρα αν το πίστευαν ή όχι αυτό θα ήταν άλλου παπά Ευαγγέλιο.
Θα τους βούλωναν τα στόματα τουλάχιστον στα φανερά και πίσω από την πλάτη τους μπορεί και να τους κουτσομπόλευαν.

 Έτσι και έγινε, η ντροπιασμένη κόρη, πήγε στην μεγάλη πολιτεία, εκεί που κρύβονται όλες οι κακές πράξεις, γέννησε το μωρό, το έδωσε σε κάποιο ζευγάρι που αγαπούσαν πολύ τα παιδιά, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν δικά τους. 
Την ακριβοπλήρωσαν κιόλας και την ξαπόστειλαν από κει που είχε έρθει. 
Το πράγμα ξεχάστηκε σιγά σιγά και η καλή μου η γιαγιά αργότερα γνώρισε τον παππού μου, τον ερωτεύτηκε και τον παντρεύτηκε.
 Τα περνούσαν μία χαρά, η Βένια ήταν πολύ τυχερή, οι άνθρωποι που την υιοθέτησαν την αγάπησαν καλύτερα και από δικό τους παιδί, δεν ήταν όμως μόνο αυτό, ήσαν και πολύ πλούσιοι. 
Την μεγάλωσαν σαν πριγκιποπούλα, είχαν το μεγαλύτερο χρυσοχοείο, έβγαζαν πολλά χρήματα, πέθαναν όμως κάπως νωρίς, δεν ήταν βέβαια μικρή ήταν μεγαλοκοπέλα της παντρειάς, ότι είχαν και δεν είχαν τα έγραψαν στο όνομα της, μπορεί να έμεινε ορφανή από μάνα και από πατέρα αλλά είχε μία τεράστια περιουσία, ήταν πάμπλουτη και το ευχάριστο για εμάς, προτού η καλή της μητέρα φύγει από αυτό τον μάταιο κόσμο της μίλησε για την υιοθεσία. 
Της είπε να ψάξει να βρει την μάνα που την γέννησε και την ξεναδερφή της.
 Γνώριζε ότι έμεναν σ ένα χωριό στην Πελοπόννησο, το έλεγαν Κουρούβελη. 
Από την μέρα που πήραν το μωρό η γυναίκα που το γέννησε θα έπρεπε να εξαφανιστεί, να μην γνωρίζει την διεύθυνση που είχε δώσει στο παιδί της, έτσι δεν είχε συναντήσει ποτέ η μια την άλλη. 

Η Αθηναία όμως που ήταν πιο μορφωμένη αργότερα έψαξε και έμαθε μερικά πράγματα για την καταγωγή της θετής της κόρης. επιθυμούσε όταν θα πέθαινε αυτή και ο άντρας της, πρωτού φύγουν για την άλλη ζωή να πεί σε αυτό το παιδί όλη την αλήθεια!

Ο καλός Θεούλης της έκανε το χατήρι να αποβιώσει πρώτος ο άντρας της και όταν
αργότερα κατάλαβε και αυτή πως ήταν στα τελευταία της, κάλεσε δίπλα της την Βένια
και της εξωμολογήθηκε όλη την αλήθεια:
- Τώρα που θα φύγω εγώ από κοντά σου πρέπει να ψαξεις να βρείς την αληθινή σου
μητέρα αλλά και την ξεναδέλφη σου για να μην είσαι μόνη και έρημη...

Ήταν πράγματι ένα μεγάλο χαστούκι!δεν ήταν τόσο εύκολο να δεχτεί, ότι τόσα χρόνια
ζούσε σ ένα ψέμα και οτι σου έκρυβαν ένα τόσο μεγάλο μυστικό!..
Στην αρχή θύμωσε και δεν ήθελε να ακούσει τίποτα, αργότερα όμως όταν το σκέφτηκε και το ξανασκέφτηκε αποφάσισε να ψαξει να βρεί τις ρίζες της!

Το αίμα βλέπεις νερό δεν γίνεται. Αφού παντρεύτηκε πρώτα με τον πανέμορφο θείο Αλέξανδρο,
γνωριζόντουσαν από μικρά παιδιά, γιατί δούλευε σαν υπάλληλος στο χρυσοχοείο του πατέρα της, ήταν πολύ καλός στην δουλειά του, τον αγάπησαν και τον κράτησαν, όλα τα χρόνια κοντά τους!
Οι δυό νέοι ερωτεύτηκαν τρελά και παντρεύτηκαν με την ευχή των δικών της, λίγο πριν πεθάνουν..

Η θεία μου αργότερα μοιράστηκε το φοβερό μυστικό με τον σύζυγό της και θα έψαχναν και οι δύο μαζί να ξετυλίξουν το κουβάρι και να βρούν την άκρη!

Άρχισαν λοιπόν τα καλοκαίρια να κατεβαίνουν στην Τρίπολη και στην Βυτίνα, να μένουν στο
ξενοδοχείο και να κάνουν μονοήμερες εκδρομές, για να θαυμάσουν την φύση!
Τούς άρεσε τόσο πολύ το Κουρούβελη και ερχόντουσαν τακτικά και έμεναν πολλές ώρες την ημέρα, ενώ το βράδυ επέστρεφαν στο πιό κοντινό ξενοδοχείο, γιατί το χωριουδάκι μου μπορεί να ήτανε το καλύτερο! αλλά δυστυχώς δεν πατούσε ξένος άνθρωπος το ποδάρι του και μάλιστα του καλού κόσμου, ήταν σκέτη ερημιά!
Το ζευγάρι αυτό μας είχαν γίνει συχνοί επισκέπτες,ήθελαν να μας γνωρίσουν καλύτερα και τα κατάφεραν, γίνανε φίλοι με τους γονείς μας, μας αγαπούσαν όπως και εμάς τα παιδιά. 
Μας έφερναν δώρα και πολύ ακριβά πράγματα, αλλά άρχισαν σιγά σιγά να τους αγαπάνε όλοι στο χωριό, ήσαν γενναιόδωροι, βοηθούσαν τους Κουρουβελιώτες και τους ένιωθαν σαν δικούς τους ανθρώπους.

Κάποια μέρα η γιαγιά μου και η θεία μου έκαναν ένα περίπατο οι δύο τους μέχρι το ποτάμι του Ρεντεζέλα, κάτι γινόταν μέσα τους δεν μπορούσαν να κρύψουν τα συναισθήματά τους, το αίμα τους έβραζε και οι καρδιές τους χτυπούσαν δυνατά, μάνα και κόρη έπεσαν η μία στην αγκαλιά της άλλης και σφιχταγκαλιασμένες γύρισαν στο σπίτι και τα ομολόγησαν όλα στην μάνα μου,έγινε θρήνος και οδυρμός,από τότε και οι τρείς γίνανε κολλητές.
Ευτυχώς που ο παππούς μου ο Ηρακλής είχε πεθάνει ο κακομοίρης, γιατί αν ζούσε δεν ξέρω αν θα το άντεχε να μάθαινε οτι η πολυαγαπημένη του γυναικούλα,[ψεύτρα και παμπόνηρη] του είχε κρύψει οτι είχε και άλλο παιδί προτού γίνει γυναίκα του. 
Εγώ έχω ακούσει οτι τα αντρόγυνα δεν πρέπει να έχουν μυστικά μεταξύ τους, πρέπει να τα λένε όλα, γιαυτό φοράνε άλλωστε και το στεφάνι!

Τώρα όμως θα έμπαιναν όλα στη θέση τους, θα έκανε καλό σε όλους μας να γνωρίζαμε οτι είχαμε και μια άλλη πανέμορφη κόρη, αδελφή και θεία. 

Μεγάλη ευτυχία έστω και αργά, ευτυχώς για εμάς που είχαν την ατυχία να μην γεννήσουν δικά τους παιδιά και θα μας αγαπούσαν καλύτερα  από τα δικά τους.
Έτσι μας πήραν μαζί τους να σωθούμε και εμείς από την φτώχεια και την ανέχεια!

Η Αγλαϊα και ο Λεωνίδας θα μάθαιναν την δουλειά του χρυσοχόου και θα δούλευαν ισότιμα
όλοι μαζί στην επιχείρηση, θα πληρωνόντουσαν πολύ καλά για την εργασία τους, θα μπορούσαμε αργότερα με ένα καλό δάνειο να παίρναμε και το δικό μας σπίτι, για να μην νιώθαμε σαν αιχμάλωτοι στον ξένο, αλλά σαν αφεντάδες στο δικό μας και τις δόσεις μας θα τις πλήρωναν οι δικοί μου με τα χρήματα που θα περίσευαν από το ακριβό μεροκάματο.

Για να μην είμαστε όμως μακριά αφού έτσι κι αλλιώς είχαμε γίνει αχώριστοι και δεν μπορούσαμε να ζήσουμε αν δεν βλεπόμαστε κάθε μέρα.
Θα αγοράζαμε το δικό τους διαμέρισμα που μείναμε από την αρχή, έτσι η γιαγιά μου θα
είχε και τις δύο κόρες κοντά της και πολύ περισσότερο την Βένια που της είχε λείψει και δεν την
είχε χορτάσει, θα γλυτώναμε και τις μετακομίσεις!

Δυσκολευτήκαμε στην αρχή αρκετά αλλά αργότερα με αργά και σταθερά βήματα τα καταφέραμε μια χαρά.
Ποιός στραβός δεν θέλει τα μάτια του, ποιός δεν θέλει τα χρήματα και ποιός δεν θέλει να ζεί μια πλούσια ζωή και μάλιστα εμείς που είχαμε ζήσει τόσο πολύ στερημένα.
Πήραμε τόσα πολλά χωρίς καθόλου κόπο!
Εγώ βέβαια ποτέ μου δεν πίστεψα οτι τα μεγαλεία και τα πλούτη κάνουν τους ανθρώπους ευτυχισμένους.
Πάντα ένιωθα σαν πουλάκι μέσα σε χρυσό κλουβί! 
Πνιγόμουν, μου έλειπε ο καθαρός αέρας ήμουνα σαν ελεύθερος φυλακισμένος.
Πράγματι, είμαστε πολύ αγαπημένοι, σαν μιά οικογένεια!

Ο θείος Αλέξανδρος, ένα κομμάτι μάλαμα, αλλά και ο πατέρας μου,, τον υπολόγιζε,τον σεβόταν,
του χρώσταγε μεγάλη χάρη, για τα τόσα πολλά που μου είχε προσφέρει.
Τα έξη πρώτα χρόνια περάσαμε θαυμάσια, εμένα με γράψανε στο δημοτικό και τον αδελφό μου που ήταν πέντε χρονών, τον γράψανε στο νηπιαγωγείο, πλήρωναν για την μόρφωσή μας και μας πήγαινε και μας έφερνε το σχολικό!

Ξεχάσαμε τους παλιούς μας φίλους και κάναμε καινούργιους, όλα ξεχνιούνται έλεγε ο πατέρας μου, κατά βάθος εγώ δεν ξέχασα ποτέ μου τίποτα.
'Εδειχνα οτι τα είχα ξεχάσει, αλλά τα κράταγα όλα πολύ βαθιά μέσα μου, στην πονεμένη καρδούλα μου σαν φυλαχτό!

Η ζωή μου είχε αλλάξει ρυθμό και όλα δούλευαν ρολόι.
Μας υπολόγιζαν και μας θαύμαζαν, είμαστε και εμείς κάποιοι, τα πλουσιόπαιδα τα ευνοημένα από την τύχη.
Με την καλοπέραση είχαμε ομορφύνει, είχαμε γίνει πρωτευουσιάνοι, είμαστε και έξυπνοι, τι άλλο να ζητούσαμε από τον Θεό!
Όταν όλα είχανε τακτοποιηθεί, ξεχάσαμε τις ανασφάλειές μας, τις δειλίες μας, τους φόβους μας, είμαστε δυνατοί, είχαμε γίνει μεγάλοι και τρανοί, είχαμε λύσει όλα τα οικονομικά μας προβλήματα.

Ξαφνικά μας χτύπησε κεραυνός! Ήρθαν τα πάνω-κάτω, το άσπρο-μαύρο...
'Αρχισαν ταραχές, ληστείες,κλεψιές, απεργίες, πορείες, κουκουλοφόροι,να σπάνε τα πεζοδρόμια, να πετάνε πέτρες και ξύλα, να βάζουνε βόμβες στα μέγαρα, στις πρεσβείες, στην Βουλή,οι αστυνομικοί να ρίχνουν δακρυγόνα, να κυνηγάνε αθώους πολίτες, να τους συλαμβάνουνε, να τους κακοποιούν και το χειρότερο να καίνε την Αθήνα και τα καταστήματα.

Τρείς φορές έκαψαν το κοσμηματοπωλείο και άλλες τόσες το λήστεψαν!
Δεν έμεινε τίποτα από την μια μέρα στην άλλη.
Οι θείοι μου πτώχευσαν, όλοι έμειναν άνεργοι, όσα χρήματα είχαν μαζεμένα τα φάγανε για να ζήσουν.

Τα σπίτια μας τα πήραν οι τράπεζες, καταστροφή! ο κόσμος τρελάθηκε, σκέτη κόλαση..
Η μοναδική ελπίδα ήταν η αλληλεγγύη και τα συσσίτια, αυτά που πρόσφεραν οι καλοί άνθρωποι που ακόμα δεν είχαν καταστραφεί. 
Τα έδιναν στην εκκλησία και οι παπάδες τα μοίραζαν στους νεόπτωχους.
Εμείς τι να κάναμε για να μην πεθάνουμε, πηγαίναμε και τρώγαμε,περιμένοντας στην ουρά μαζί με τους γονείς μας.
Ο θείος όμως και η θεία δεν ήθελαν να το δεχτούν, κλείστηκαν στο σπίτι και δεν έβλεπαν κανέναν!
Μάταια προσπαθούσαμε να τους παρηγορήσουμε.
Τον Αλέξανδρο μιά μέρα τον βρήκαμε κρεμασμένο με μιά τριχιά στον λαιμό!
 Η Βένια δεν το άντεξε.. σάλεψε το μυαλό της!
Την μεταφέραμε σε νευρολογική κλινική, η γιαγιά μου η Μελπομένη ήταν μισοπεθαμένη και οι γονείς μου είχαν το κακό τους το χάλι!
'Επρεπε όμως κάτι να κάνουν να προστατέψουν και εμάς!
Αποφασίσαμε λοιπόν να ξαναγυρίσουμε όλοι ξανά στις ρίζες μας!
Πήραμε το πούλμαν και χωρίς εισιτήρια αφού δεν είχαμε καθόλου λεφτά να τα αγοράσουμε,μας έκαναν ένα καλό και μας πήγανε τζάμπα στο Βαλτεσινίκο από εκεί με τα ζώα  οι καλοί μας πατριώτες, μας μετέφεραν στο σπίτι μας το πατρικό.
 Είχαμε και την θεία μας μαζί μας. Μπορεί να τα είχε χαμένα αλλά δεν θα την αφήναμε στο τρελοκομείο να την κάψουνε ζωντανή!

Οι χωρικοί ήσαν καλοί άνθρωποι μας βοήθησαν να σταθούμε και πάλι στα πόδια μας!
Τέρμα τα  ιδιωτικά σχολειά, τέρμα τα γράμματα, τέρμα η παιδεία και η καλοπέραση!
Θα γινόμαστε και πάλι αγρότες, κτηνοτρόφοι, μελισσοκόμοι.Θα δουλεύαμε σκληρά και εγώ και ο αδελφός μου.
Τώρα που είχαμε μεγαλώσει και θα δίναμε ψωμί από το στέρημά μας, σε όποιον είχε την ανάγκη μας.
Το είχαμε υποσχεθεί στους φίλους μας τους Αθηναίους αν ερχόντουσαν στο χωριό θα τους βοηθούσαμε όσο μπορούσαμε!
Όσο για την Βένια ζούσε στον κόσμο της!
Πήγαινε κάθε μέρα στο ποτάμι, καθότανε σε μια μεγάλη πέτρα, κοίταζε μέσα στο νερό και έκλαιγε συνέχεια.
Η γιαγιά μου ήταν απαρηγόρητη μία ζωντανή-νεκρή!
Τέτοια καταστροφή ποιός την περίμενε! Χωρίς πόλεμο, Χωρίς ξένους κατακτητές...
Αλίμονο στους Έλληνες και στην Ελλάδα! Πώς μας καταντήσανε...
Πέρασε πολύς καιρός!Όταν μια μέρα, με φώναξε ο Ηρακλής να κουβεντιάσουμε.
Ξαφνιάστηκα! Νόμισα πως είχε μεγαλώσει απότομα, κράταγε στην αγκαλιά το εικόνισμα της Παναγιάς.
Έλα, μου είπε αδελφούλη μου, να ορκιστούμε μπροστά στην Παρθένα Μαρία, πως όταν μεγαλώσουμε, θα ξεσηκώσουμε και τους άλλους νέους της ηλικίας μας για να ζητήσουμε ευθύνες από τους άπιστους προδότες, να απολογηθούνε στον Ελληνικό λαό, πως έφαγαν τις περιουσίες και τα χρήματα των σκληρά εργαζομένων ανθρώπων και μας ξεπούλησαν στους ξένους! 
Μάλιστα, στους φασίστες τους απόγονους του Χίτλερ που στον πόλεμο του 40 αιματοκύλησαν τους Έλληνες  και έκλεψαν τους θησαυρούς τους, πρέπει να πληρώσουν να τιμωρηθούν
για τα εγκλήματα που διέπραξαν.
Έμεινα στήλη άλατος!δεν το περίμενα αυτό από ένα τόσο μικρό παιδί!
Δώσαμε τα χέρια και τον ιερό όρκο, ότι από τώρα και μπρος  θα ζούσαμε μονάχα για να ζητήσουμε δικαιοσύνη, όχι μονάχα για το τραγικό τέλος του Αλέξανδρου, την τρέλα της Βένιας και την άμοιρη Μελπομένη που θα πέθαινε προτού έρθει η ώρα της... αλλά και για την δυστυχία όλων των αγνών και αθώων πολιτών αυτής της αδικημένης και παρεξηγημένης πατρίδας που λέγεται Ελλάδα.

Θαυμάζω απεριόριστα τον μικρό αδελφό μου, γιατί είναι ένας γίγαντας Η Ρ Ω Α Σ  . -


 

Φαίδρα Παπαγεωργίου - Καραγάτσου