Κυριακή 23 Ιουνίου 2013



ΝΑ  ΞΑΝΑΓΥΡΙΖΑΜΕ ΞΑΝΑ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ


           Γίνεται επικίνδυνο το άγχος και το στρές
           Κάτι που ήταν ανύπαρκτο σε άλλες εποχές
           Όταν σε περιβάλλουνε τόσα πολλά δεινά
           Η αδικία, η ψευτιά, η φτώχια, και η μοναξιά
           Μπαίνει μικρόβιο στο μυαλό και το χτυπάει μπιέλα
           Η μηχανή δεν λειτουργεί, δεν πιάνουνε τα φρένα

           Τα τρένα πάνε και έρχονται και μένω πάντα μόνος
            Τρέχει το δάκρυ σαν βροχή, αγιάτρευτος ο πόνος
            Δίχως δουλειά, δίχως χρήματα και δίχως εισιτήριο
            Από την χώρα που γεννήθηκα, μακριά θέλω να φύγω
            Να μην βλέπω τα χάλια της και τους πολιτικούς της
            Ληστεύουν την Ελλάδα μας, πιο πολύ από τους εχθρούς της

            Που είναι εκείνη η λεβεντιά και η αυτοθυσία
            Που μαζί όλοι αγωνίζονταν για την γλυκιά πατρίδα
            Μια πατρίδα που υπερασπίστηκαν, με νύχια και με δόντια
            Και όλοι καμαρώνουμε γι αυτήν εδω τη χώρα
            Τι έδωσαν οι αρχαίοι Έλληνες σε ολόκληρο τον κόσμο
            Το πνεύμα, την σοφία τους, το φως και την ανδρεία
            Μα πάνω από όλα τους δίδαξαν, το τι θα πει Δημοκρατία

            Και τώρα οι ανόητοι αυτοί που κυβερνάνε για τριάκοντα
            Αργύρια, όλα τα ξεπουλάνε, τα ιστορικά μνημεία μας,
            Τα όμορφα νησιά μας,το γαλανό τον ουρανό και την αξιοπρέπεια μας
            Σκλάβους θέλουν τους Έλληνες οι ξένοι μες το βιός τους τον θησαυρό
            Που απόκτησαν με τον τίμιο ιδρώτα τους ,να κάνουνε δικό τους
            Μα ας τα ξεχάσουνε όλα αυτά γιατί δεν τους συμφέρει
            Η Ελλάδα αιώνια θα ζει, στη γη θα βασιλεύει
           
            Έχει τους δώδεκα θεούς, την αρχαία Ολυμπία, την Κρήτη
            Και όλους τους σοφούς και την Μακεδονία
            Την δόξα που απόκτησαν με το δυνατό μυαλό τους
            Τους προστατεύει η ιστορία τους το ένδοξο παρελθόν τους
            Είναι ο κρίκος που ενώνει την Ανατολή τη Δύση
            Βοηθάει η κρίση να περάσει, και ο κάθε μετανάστης την ελπίδα
            Να μην χάσει, μετά από κάθε περιπέτεια,
             Όπως και ο Οδυσσέας στην Ιθάκη του να φτάσει#


                                                      ΦΑΙΔΡΑ  ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ  ΚΑΡΑΓΑΤΣΟΥ


ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ ΧΩΡΙΣ ΦΕΓΓΑΡΙ

Ένα βράδυ χωρίς φεγγάρι,
Άδεια η παράγκα γεμάτη σκοτάδι
Και εγώ χαμένος στις αναμνήσεις,
Γιατί να φύγεις και να μ’αφήσεις.

Οι μέρες και οι νύχτες μου δίχως ήλιο δίχως χρώμα,
Και εγώ παιδί των φαναριών στην ερημιά
Πάνω στο υγρό το χώμα.

Δεν θα μπορέσω δεν θα αντέξω,
Τον εαυτό μου να συγχωρέσω,
Πριν καταλάβω τι έχει φταίξει,
Και μια αγάπη σαν τη δική μας,

Αγάπη στο δρόμο στην βιοπάλη,
Πλασμένη με σίδερο και με ατσάλι,
Να γίνει καπνός και να πετάξει,
Μες τα παλάτια φωλιά να φτιάξει.

Και πως θα ζήσης εσύ καρδιά μου,
Μέσα στην κρύα την τζαμαρία
Την πολυτέλεια την ασωτία,
Σε έναν κόσμο απατηλό με πρόσωπο βελούδινο,
Δροσοσταλίδα του αγρού αθώο νυχτολούλουδο.

                ΦΑΙΔΡΑ  ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ  ΚΑΡΑΓΑΤΣΟΥ


ΕΓΩ  ΟΤΑΝ  ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ
         
Εγώ όταν γεννήθηκα ήταν ανοιχτή η ώρα,
Γιατί φτάνανε στην κλίνη μου οι μάγοι με τα δώρα.
Και κάτω απ’το κρεβάτι μου οι φτωχοί και οι πεινασμένοι,
Προσπαθούσαν να με κλέψουνε για τα λίτρα οι καημένοι.

Η μαμά μου και ο μπαμπάς μου
Ήσαν παρανοικοί.
Γιατί ήθελαν να ζήσουν σαν θεοί
Πάνω στη γη.

Με έκαιγε σαν τη φωτιά το άψυχο χρυσάφι,
Που πάνω του μικρά παιδιά κόβανε τις φλέβες τους
Ψάχνοντας για αγάπη.

Γιαυτό τώρα που μεγάλωσα
Κοιμάμαι μες το δρόμο,
Σκοτώνοντας την μοναξιά
Με το σταυρό στον ώμο


                    ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΡΑΓΑΤΣΟΥ
Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΑΤΗ

Τίποτα δεν είναι τώρα
σαν και πρώτα.
 Περπατάμε νύχτα,
με σβηστά τα φώτα.


Γνωστοί και άγνωστοι,
αγκαλιασμένοι στο ίδιο κρεβάτι,
με γεμάτο πιστόλι,
κρυμμένο πίσω από την πλάτη.


Γυναίκα και άντρας
πια δε γυρίζει στο παρελθόν του.
Καθένας ζει στον κόσμο του
και με το βάσανό του.


Δεν ξέρει πια το φίλο του
μα ούτε και τον εχθρό του.
Χωρίς αγάπη πνίγεται, μέσα στη μοναξιά του,
μακριά από τη φαμελιά του.


Ψάχνει να βρει την τύχη του
σε ξένους τόπους
και πεινασμένος και απελπισμένος
παίρνει τους δρόμους.


Σκέφτεται κι αναπολεί
τα όμορφα τα χρόνια,
τότε που δούλευε σκληρά
μα καμάρωνε γιατί ήταν Έλληνας
και είχε καλά παιδιά.


Τα βράδια γείτονες, φίλοι και συγγενείς,
μαζεμένοι γύρω από το πλούσιο τραπέζι,
χόρευαν και τραγουδούσαν και ήσαν όλοι
χαρούμενοι πολύ κι ευτυχισμένοι.


Τώρα τά χασε όλα το σπίτι,
τη δουλειά του και την αξιοπρέπειά του,
βλέποντας να πεθαίνουν
από πείνα τα παιδιά του.


Τρελλαίνεται από τη φτώχια.
Τι φρίκη! Τι ντροπή!
Και αφού δε βρίσκει λύση,
θέλει να αυτοκτονήσει,
για να μη σκλαβωθεί
στους Γερμανούς φασίστες,
που κατάντησαν τη χώρα του
τριτοκοσμική.


Κλέφτες και προδότες,
ψεύτες και συνωμότες
οι Έλληνες πολιτικοί.


Πούλησαν την Ελλάδα
στη Γερμανική αλητεία
και στου Χίτλερ τη μαφία.


Μια χώρα μαγική,
με πλούσια ιστορία,
που έδωσε το φως της
κι όλη της την ιστορία
και δίδαξε σε όλους τους λαούς
τι θα πει ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ!



Φαίδρα Παπαγεωργίου - Καραγάτσου