Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Β Α Γ Γ Ε Λ Ι Ω



Το έπαιζε αγαθονιά η Βαγγελιώ η νοικοκυρά.
Την αγάπησε ο Μανωλιός, ψαράς απ' το Αγαθονήσι.
Της έβαλε στεφάνι, την έφερε στον Πειραιά
και την έκανε αρχόντισσα κυρά.

Μέρα και νύχτα δούλευε σε ψαράδικο καϊκι,
για να κερδίζει χρήματα
κι από τη γυναικούλα του τίποτα να μη λείψει.

Μα θαμπώθηκε η Βαγγελιώ
από τα θέλγητρα της πόλης
κι άρχισε να θωπεύεται
με τη λάμψη των αστέρων.

Να βγαίνει σιγά σιγά από τ' αυγό
και να μυρίζει τ' άρωμα
της κάθε λουτρόπολης.

Για να μπαίνει στα πλατό
με το ποτό του Διονύσου
στη μούχλα των αιθέρων.

Ξεστράτησε η Βαγγελιώ η παραπονεμένη
και ζήταγε από το Μανωλιό
τις νύχτες πια να βγαίνει.

Καμάρι μου και μορφονιέ,
λατρεμένε μου αντρούλη,
πλήττω η κακόμοιρη εδώ με
θα πάθω ασφυξία.

Τι να τα κάνω τα λεφτά
κι αν έγινα κυρία,
κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού,
μονάχη σαν κουρούνι.

Τα έχασε ο Μανωλιός, τι άλλο πια να κάνει;
Σαν το κοπέλι δούλευε, σα βρύση κουβαλούσε
κι η Βαγγελιώ φαινότανε
λες και τον απειλούσε.

Δεν της έφταναν όλα αυτά,
ήθελε παραπάνω.
Την αγάπη και τον έρωτα
τα έβαζε από κάτω.

Άρχισε να αγκομαχά,
να κλαίει σαν τον γκιόνη
και ο μπούστος μες στα στήθια της
σα γλάρος να φουσκώνει.

Τότε κατάλαβε ο Μανωλιός
σε τι λάκκο είχε πέσει.
Αιώνια γυναίκα, πονηρή αλεπού.
Κι αν της χαρίσεις την καρδιά,
το σώμα και το αίμα,
αυτή θέλει πιο πολλά
να πάει πάρα πέρα.

Βουτήχτηκε ο καψερός στον πόνο και στη θλίψη
και τράβηξε για το χωριό, το στέρφο Αγαθονήσι,
μα ορκίστηκε στον Άι Λια ποτέ γυναίκα όμορφη
να μην ξαναγαπήσει.

Να τραγουδάει τον καημό
της τράτας του την τρέλα
και να χει γι ασυντροφιά
του Λιάκου τη φλογέρα.

                                        

                                                                                




                                                                               ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ - ΚΑΡΑΓΑΤΣΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου