Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

Ο Μ η ν ά ς

Ο Μηνάς,  γεννήθηκε σε ένα ευλογημένο χωριό στην Πελοπόννησο.

Έχει μια σπάνια ομορφιά, περιτριγυρισμένο από πανύψηλα δέντρα, μέσα σε μια καταπράσινη πεδιάδα, να απλώνονται διάσπαρτα τα μικρά πέτρινα σπιτάκια, τυλιγμένα με τους αμπελώνες και τα τρεχούμενα γάργαρα νερά, να καθρεφτίζεται από έναν κρυστάλλινο γαλάζιο ουρανό, με τα πουλιά να τιτιβίζουν και τα παιδιά να τραγουδούν.

Ένας επίγειος παράδεισος που θα τον ζήλευαν ακόμα και οι εμίρηδες και οι κακομοίρηδες.

Οι κάτοικοι λιγοστοί, φτωχοί άνθρωποι που αγωνίζονται να ζήσουν με την γεωργία και την κτηνοτροφία. 
Αγαπημένοι και σφιχταγκαλιασμένοι, σαν μια μεγάλη οικογένεια.

Μπορεί να μάλωναν για τα πρόβατά τους, που έμπαιναν στο χωράφι του άλλου και του έτρωγαν το χορτάρι ή γιατί κάποιοι έπαιρναν νερό από το κτήμα του ενός και πότιζαν το δικό τους, αλλά αυτό κράταγε πολύ λίγο.

Όλοι ένιωθαν την ανάγκη να μιλήσουν, να εκτονωθούν, να κάνουν παρέα και να ανταμώσουν τα βράδια, μετά από την κοπιαστική δουλειά της ημέρας.

Οι γυναίκες, όλες μαζί, πότε στο σπίτι της μιας ή της άλλης νοικοκυράς και εκεί να υφαίνουν, να πλέκουν, να κεντούν, ετοιμάζοντας την προίκα για τα κορίτσια τους, σιγοτραγουδώντας και χορεύοντας, καθώς η οικοδέσποινα τις τράταρε με τα όμορφα γλυκά που είχε φτιάξει με τα χεράκια της γι’ αυτές τις όμορφες κι ευλογημένες ώρες, που έμοιαζαν με πανηγύρι.

Η γιαγιά καθισμένη στο παραγώνι του τζακιού να δίνει την ευχή της και να διηγείται παραμύθια στα παιδιά για νεράιδες, για γοργόνες και για φαντάσματα, που κι εκείνη τα είχε ακούσει σαν παιδί από το δικό της παππού και τη γιαγιά.

Οι άντρες μαζεμένοι στον καφενέ να παίζουν το ταβλάκι τους, την πρέφα, την ξερή, το τριάντα ένα ή το εικοσιένα και να μιλάνε για πολιτική, για τη σάπια κοινωνία, αλλά και περί ανέμων και υδάτων. 
Ένας κόσμος απλός, κουρασμένος, στερημένος, αλλά πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, αισιόδοξος και ευτυχισμένος, γεμάτος όνειρα και ελπίδες για το αύριο.


Σ’ αυτό το χωριό, λοιπόν, γεννήθηκα κι εγώ, από φτωχούς γονείς, που με μεγάλωσαν εμένα και τα άλλα έξι αδέλφια μου, με απέραντη αγάπη και λατρεία.
Είχαν παντρευτεί κι εκείνοι από αγάπη, είχαν μεγαλώσει από μικρά παιδιά μαζί, στα είκοσί τους ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν, με την ευχή των γονιών τους και από τότε ζούσαμε όλοι αντάμα, ο παππούς, η γιαγιά, η μάνα και ο πατέρας, μια ζωή που δεν ξεχνιέται ποτέ, μια ζωή ανέμελη, χωρίς προβλήματα, χωρίς άγχος, χωρίς στρες.


Μπορεί να μας έλειπαν πολλά από τα υλικά αγαθά του σήμερα, πανάκριβα σπίτια, χλιδάτα αυτοκίνητα, περιττά πράγματα, που, όταν σήμερα τα σκέφτομαι, λυπάμαι, γιατί πήγε η ζωή μου χαμένη κυνηγώντας μια χίμαιρα, ένα όνειρο που θα μου έδινε άφθονο χρήμα, για να γνωρίσω τον κόσμο και να φτάσω πολύ ψηλά, να με σέβονται όλοι, να με υπακούν, να με βλέπουν σαν Θεό, να σκύβουν μπροστά μου και να πειθαρχούν, γιατί εγώ θα ήμουν ο δυνατός, θα είχα εξουσία και θα είχα πάντα τον πρώτο λόγω. 
 Το μεγαλύτερο λάθος, ένα αιώνιο λάθος που κάνουν συνήθως οι νέοι, νομίζοντας ότι ο κόσμος όλος είναι δικός τους. Και όλοι οι άνθρωποι είναι αθώοι και ειλικρινείς και πως ο δρόμος που πρέπει να περάσουν θα είναι στρωμένος με ροδοπέταλα.


Δυστυχώς, όλα έχουν ένα τίμημα σ’ αυτή τη ζωή και αυτό το καταλαβαίνουμε όταν φτάνουμε στο τέρμα, τότε που βρισκόμαστε σε αδιέξοδο και συναντάμε το χάος.

Οι νέοι δεν γνωρίζουν, ότι οι άνθρωποι δεν είναι αγγελικά πλασμένοι!

Η ανθρώπινη εκμετάλλευση, δεν θα πάψει να μας ταλαιπωρεί και να μας βασανίζει!

  Όταν έγινα δώδεκα χρονών και τελείωσα το Δημοτικό, ήμουν ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, είχα πάρει και το όνομα του παππού, του πατέρα του πατέρα μου, Μηνά τον έλεγαν, έτσι βάφτισαν κι εμένα, κάναμε μια οικογενειακή συζήτηση και όλοι επέμεναν πως έπρεπε να πάω στο Γυμνάσιο, να μάθω γράμματα, να μορφωθώ, να συνεχίσω αργότερα και στο Πανεπιστήμιο, να ζήσω μια καλύτερη ζωή, να αποχτήσω πλούτη και αξία. 
Να με σέβονται όλοι και να με καμαρώνουν...

Τα έπαιρνα τα γράμματα , μου άρεσε να μελετάω και μπορώ να πω, ήμουν πολύ καλός μαθητής! Πέρα, όμως απ'αυτό, θεωρούσα τον εαυτό μου ευλογημένο! γι΄αυτό και το όνειρό μου ήταν, να γίνω μια μέρα μεγάλος και τρανός.
Με έγραψαν λοιπόν, στο γυμνάσιο, στο διπλανό χωριό, που ήταν πιο μεγάλο απ’ το δικό μου.
 Θα δούλευαν όλοι για μένα.

Μου νοίκιασαν ένα σπίτι με κουζίνα και ψυγείο. 
 
Κάθε Κυριακή ο πατέρας μου κουβαλούσε με το μουλάρι τρόφιμα της εβδομάδας.

Τα μαγείρευε η μάνα μου, για αυτό ήταν και πολύ νόστιμα, χαρίζαμε κάτι και στο σπιτονοικοκύρη, γιατί τον είχαμε ανάγκη να με προσέχει, μιας και ήμουν μακριά από τους δικούς μου.


Στην αρχή μου κακοφάνηκε που έφυγα από το σπίτι μου, που περνούσα μονάχος μου τα βράδια, αν και δεν ήμουν και τόσο μακριά.
 Ευτυχώς ο πατέρας μου, τις Κυριακές, ερχόταν με τη μάνα μου ή κάποιο από τα αδέλφια μου.

Όταν είχαμε αργίες, Χριστούγεννα, Πάσχα και τα καλοκαίρια πήγαινα εγώ και έμενα μαζί τους. Έβλεπα τον παππού και τη γιαγιά και όλους τους συγχωριανούς μου.

Αν και στο γυμνάσιο δεν ήμουν τελείως μόνος, είχα πολλούς από τους συμμαθητές μου στο Δημοτικό. Είχαν έρθει κι αυτοί, όπως κι εγώ, με τον ίδιο σκοπό.

Ένιωθα μεγάλη υποχρέωση στην οικογένεια μου, γιατί όλοι δούλευαν για μένα, να με μορφώσουν και να με βγάλουν ένα σωστό άνθρωπο. Έπεσα με τα μούτρα στο διάβασμα, ονειρευόμουν πως μια μέρα θα αποχτούσα από τη δουλειά μου, πολλά χρήματα και θα ξεπλήρωνα σε όλους και στο ακέραιο το χρέος μου.


Δεν έγινε, όμως, ποτέ έτσι. Αφού τελείωσα το Γυμνάσιο με άριστα, ο πατέρας μου με κουβάλησε στην Αθήνα, μου νοίκιασε στην Κυψέλη ένα μικρό διαμέρισμα κα μου είπε πως, αν πέρναγα στο Πανεπιστήμιο, θα δούλευαν μονάχα για μένα και θα μου έστελναν τα χρήματα που θα μάζευαν για να σπουδάσω.

Ονειρευόμουν να γίνω πολιτικός , σπουδαία επιστήμη, θα με έκανε πλούσιο. Έπεσα και πάλι με τα μούτρα στο διάβασμα και στις εξετάσεις πέρασα πάλι πρώτος. Η χαρά μου ήταν μεγάλη. Το έγραψα στους δικούς μου και πέταξαν σαν πουλιά. Είχα ανοίξει τα φτερά μου και θα έφτανα ψηλά.


Τα δυο πρώτα χρόνια όλα πήγαν μια χαρά.

Μετά, όμως, άρχισε να στραβώνει το κλίμα. 
Δεν παραμελούσα τα μαθήματα μου, αλλά, για κακή μου τύχη, ερωτεύτηκα, αγάπησα παράφορα μια κοπέλα, που δεν μου άξιζε.

Με αγάπησε, όμως , κι εκείνη πολύ, ήταν πολύ πλούσια, δεν είχε νιώσει ποτέ τι θα πει ανέχεια, τι θα πει φτώχια, τι θα πει στέρηση.
Στην αρχή τα πράγματα ήταν τόσο όμορφα και η ζωή ήταν φανταστική.

Αργότερα, όμως, άρχισαν τα προβλήματα.

Το κορίτσι ήθελε μιαν άλλη κατάσταση, αυτή που είχε συνηθίσει από γεννησιμιού της… ξενύχτια, εκδρομές, ταξίδια, κοινωνική ζωή, παρέα με την υψηλή κοινωνία. Εγώ δεν ήμουν σε θέση να ανταποκριθώ. Αυτά που μου έστελναν οι δικοί μου μόλις που έφταναν για το φαγητό μου και τις πρώτες μου ανάγκες.

Προσφέρθηκα να δουλέψω κάπου και να διαβάζω λιγότερο. Η μικρή γέλασε.

Μα αυτά που θα έπαιρνα θα ήταν ψίχουλα, σε τι θα μπορούσαν να βοηθήσουν; Άλλωστε αυτή είχε όσο χρήμα ήθελε, δεν είχε κανένα λόγο να μην τα χαλάει και μαζί μου.

Θα είχα κι εγώ ότι ήθελα, αρκεί να την αγαπούσα, να ήμουν το ταίρι της και ο συνοδός της.


 Να μην της χάλαγα ποτέ χατίρι και ο παράς ήταν άφθονος, έφτανε και για τους δυο μας.
Τα έχασα. Ποτέ δεν είχα φανταστεί τη ζωή μου έτσι.

Μπορεί και να έκανα τα πιο τρελά όνειρα, να πάρω ένα πτυχίο, να δουλέψω πολύ, να αποχτήσω πολλά λεφτά, να ζήσω μια ζωή διαφορετική.

Να μη σπαταλάω, όμως, έτσι απερίσκεπτα τον κόπο μου, αλλά να βοηθάω, όσο μπορούσα, αυτούς που θα είχαν ανάγκη, αυτούς που πραγματικά το άξιζαν.


Στη συνέχεια, όμως, ο έρωτας μου για κείνη με έκανε να συμβιβαστώ μαζί της και να γίνω σκλάβος της. Να κάνω ότι μου ζητούσε, να την ακολουθώ πιστά σα σκυλάκι και να γίνομαι γελοίος στις παρέες της και στους φίλους της.


Δεν είχε γνωρίσει τον πατέρα της, η μητέρα της της είχε πει ότι είχε σκοτωθεί, όταν ήταν πολύ μικρή σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ήταν μεθυσμένος, έπεσε πάνω σε μια κολώνα και έμεινε στον τόπο.
Δεν τον είχε δει ούτε σε φωτογραφία. Αργότερα η χήρα παντρεύτηκε έναν πάμπλουτο μεγαλοδικηγόρο.

Ευτυχώς για κείνη, δεν έκαναν παιδιά και της έλαχε να είναι το μοναχοπαίδι τους. Την είχαν ελεύθερη και ανεξάρτητη και από χαρτζιλίκι μια ανοιχτή τράπεζα, να παίρνει όσα θέλει.

Δεν τους έβλεπε, όμως, ποτέ, έκαναν τη ζωή τους και δεν είχαν χρόνο διαθέσιμο για τη μοναχοκόρη τους. 

Ζούσε μέσα σε ένα γυάλινο πύργο, μονάχα με νταντάδες και υπηρέτριες, ποτέ με μαμά και με μπαμπά. 
Μιλούσαν κάθε μέρα στο τηλέφωνο, συνήθως τους έπαιρνε εκείνη και τους ζητούσε οικονομική βοήθεια. Της τα έδιναν όλα, χωρίς να φέρνουν ποτέ αντίρρηση.



Οι σπουδές, ήταν για να περνάει τον καιρό της. Το είχε μονάχη της ζητήσει, δεν είχαν, άλλωστε, καμιά απαίτηση να δουλέψει. Τα λεφτά που θα έβγαζε ήταν ψίχουλα, κατά τη γνώμη τους. Αφού το ήθελε, όμως, ας έπαιρνε όσα πτυχία επιθυμούσε, για να δείχνει ότι είναι μορφωμένη και να περηφανεύεται στον κύκλο της. Δεν είχαν ανακατευτεί ποτέ στη ζωή της και δεν της έκαναν παρατηρήσεις, δεν της έλεγαν να διαλέγει τις παρέες της.

Ήταν απολύτως σίγουροι ότι θα ακολουθούσε τα δικά τους μονοπάτια και ότι θα διάλεγε τους φίλους που συνήθως προτιμούσαν και αυτοί.



Όταν, λοιπόν, αποφάσισε να τους μιλήσει για το δεσμό της, με το φτωχό νεαρό από την επαρχία, έγιναν άγρια θεριά.

Δεν περίμεναν ποτέ ότι η πλούσια κόρη τους θα διάλεγε για άντρα της έναν ξεβράκωτο φοιτητάκο, που το μόνο που ήθελε ήταν να πάρει ένα πτυχίο και να γυρίσει ξανά στον στείρο τόπο του, για να βοηθήσει τους διακονιάρηδες γονιούς του και τα πεινασμένα αδέλφια του.

Η Κλεοπάτρα, όμως, δεν τους έκανε το χατίρι. Είχε αποδείξει ότι πάντα γινόταν το δικό της και, παρά τις διαφωνίες τους, στο τέλος κέρδιζε μονάχα εκείνη. 
Τα χειρότερα, όμως, ήρθαν αργότερα.
Τα δυο παιδιά δεν πρόσεξαν και η Κλεοπάτρα έμεινε έγκυος.

Όταν το είπε στο Μηνά, το παλικάρι έπαθε σοκ. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει, έχασε τον ύπνο του, δεν μπορούσε να κοιμηθεί, δεν συγκεντρωνόταν στη διδασκαλία, δε μελετούσε. Κάπως αλλιώς είχε ονειρευτεί το μέλλον του. Να τελειώσει το Πανεπιστήμιο, να πάρει το πτυχίο του, να πιάσει δουλειά και τότε να παντρευτεί την αγαπημένη του, να καλέσει στο γάμο τους γονείς του και τ' αδέλφια του και, αργότερα, να κάνει τα παιδιά του, να χαρίσει εγγονάκια στη μάνα και στον πατέρα του και ανιψάκια στους θείους τους. Να μεγαλώνουν τα παιδιά με αγάπη, όπως είχε μεγαλώσει εκείνος, να επισκέπτονται τακτικά τον παππού και τη γιαγιά και τους θείους τους και στις διακοπές να πήγαινε κι εκείνος με τη γυναίκα του στο χωριό. Τώρα, όμως, είχαν χαθεί όλα.

Παρακάλεσε μια μέρα την Κλεοπάτρα να καθίσουν και να μιλήσουν. 

Η γυναίκα του, τελευταία, είχε αλλάξει πολύ. Ήταν σα να μην τον ήθελε, σα να μην τον αγαπούσε. Έβγαινε με άλλους και του μιλούσε άσχημα. Της εξήγησε πως δεν ήταν η κατάλληλη ώρα για παιδιά, αν ήθελε να το έριχνε και, αργότερα, όταν θα ήταν έτοιμοι θα έκαναν πολλά παιδιά.

Η κοπέλα έγινε έξαλλη. «Το παιδί», του είπε, «το κουβαλάω εγώ στην κοιλιά μου και δε θα σε ρωτήσω αν θα του επιτρέψω να έρθει στον κόσμο. Αν δε θέλεις, θα μου κάνεις τη χάρη να μην το αναγνωρίσεις, να μην του δώσεις το όνομα σου, να μη με παντρευτείς και χωρίζουμε αυτήν τη στιγμή».

Για πρώτη φορά ο Μηνάς ύψωσε το ανάστημα του. «Κάνεις λάθος», της φώναξε. «Αν νομίζεις, ότι το δικό μου παιδί θα το εμπιστευτώ στα δικά σου χέρια, θα πάμε σ' ένα ερημοκλήσι και θα παντρευτούμε αμέσως. Κι αν δεν επιθυμείς να ζήσουμε μαζί , με τον τρόπο που θέλω εγώ, φτωχά αλλά με αξιοπρέπεια, μπορείς να φύγεις και το μωρό θα το μεγαλώσω μόνος μου. Δε χρειάζομαι τη βοήθεια σου.

Να εξαφανιστείς από προσώπου γης.»

Η Κλεοπάτρα άστραψε και βρόντηξε. «Θα παντρευτούμε», του είπε, «όχι όπως το εννοείς εσύ, αλλά με έναν γάμο που θα μείνει στην ιστορία και μετά μπορείς να κρυφτείς, να πας όπου εσύ νομίζεις. Το παιδί είναι δικό μου και θα το πάρω εγώ».


 Φυσικά, όλα έγιναν όπως το σχεδίασε η Κλεοπάτρα. Ο πατριός της κι η μητέρα της έκαναν ένα χλιδάτο γάμο, με πολλούς καλεσμένους, όλη την ελίτ της Αθηναϊκής κοινωνίας.

Απαγόρεψαν, βέβαια, στο Μηνά να καλέσει στο γάμο τους χωριάτες άξεστους γονείς του και τ' αδέλφια του. 

Μετά τη δεξίωση, η νύφη εξαφανίστηκε και δεν ξαναπαρουσιάστηκε. 

Ο Μηνάς μάταια έψαχνε να τη βρει, ποτέ, όμως, δεν έμαθε που πήγε και τι έκανε, αν γεννήθηκε το μωρό ή όχι.


Απογοητεύτηκε, εγκατέλειψε το Πανεπιστήμιο, δεν ξαναπάτησε ποτέ εκεί, απομακρύνθηκε από τους φίλους του και τους γνωστούς και έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη. 

Οι γονείς του, όταν πληροφορήθηκαν για το γάμο του και ότι εγκατέλειψε τις σπουδές του, του έκοψαν το μηνιάτικο και τον ξέγραψαν από τη ζωή τους. 
Δε μίλησαν ποτέ ξανά γι’ αυτόν.

Όλα άλλαξαν, άλλαξε κι ο ίδιος. Ξέχασε ποιος ήταν και από πού είχε ξεκινήσει, κοιμόταν στο δρόμο, ήταν άστεγος. Πολλές φορές τον είχε πιάσει η αστυνομία και τον είχε μεταφέρει εκεί που στεγάζουνε και τους άλλους όμοιους του. Δεν έμενε, έτρωγε από τα σκουπίδια και ζούσε στους δρόμους. Ήταν, όμως, ακίνδυνος, δεν έκανε κακό σε άνθρωπο, αφού ούτε μυρμήγκι δεν μπορούσε να πειράξει...

Κανένας ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για τον Μηνά και κανένας δεν έψαξε να τον βρει.

Ήταν ένα χειμωνιάτικο βράδυ του Γενάρη. Η Ιφιγένεια Αγγελοπούλου, μια όμορφη, νέα γυναίκα, γύρω στα 45, χειρουργός γιατρός του Ευαγγελισμού, μόλις είχε σχολάει. Πήρε το αυτοκίνητο της για να επιστρέψει στο σπίτι της, στην Εκάλη. Για κακή της τύχη, βγαίνοντας από το νοσοκομείο, λίγο πιο κάτω, καταμεσής του δρόμου στεκόταν ένα ανθρωπάκι ρακένδυτο και πεινασμένο. Προφανώς βάδιζε τελείως αφηρημένος και απότομα βρέθηκε κάτω από τις ρόδες του αυτοκινήτου της.
 Ταράχτηκε πολύ, όταν κατάλαβε τι είχε γίνει. 
Έχασε τον κόσμο κάτω από τα πόδια της. Κατέβηκε αμέσως, έτρεξε στο νοσοκομείο και ζήτησε βοήθεια. Ευτυχώς που το θύμα δεν είχε πεθάνει.

Έμεινε πολλά μερόνυχτα δίπλα του και, στο τέλος, κατάφερε να τον επαναφέρει στη ζωή κα να τον σώσει. Τι θα είχε γίνει, αλήθεια, αν τον σκότωνε; Δε θα ησύχαζε ποτέ... Θα την κυνηγούσαν οι Ερινύες σε όλη της τη ζωή. 
Τον άνθρωπο δεν φαινόταν να τον είχε πειράξει και τόσο. 
Στην αστυνομία δήλωσε ότι εκείνος έφταιγε για όλα. Με την βλακεία του θα μπορούσε να πάρει στο λαιμό του κι αυτό το καλό κορίτσι.

«Δε ζητάω τίποτα, εγώ φταίω και όποιος φταίει πρέπει να πληρώνει». Περίεργο! 
Η απάντηση αυτή έκανε μεγάλη εντύπωση στην Ιφιγένεια.

Ένας άνθρωπος που δεν είχε στον ήλιο μοίρα και να μιλάει έτσι!

Κάθε άλλος στη θέση του θα εκμεταλλευόταν την περίσταση και θα ζητούσε τ' άντερα του. 

Υπάρχουν, άραγε, κι άλλοι τέτοιοι άνθρωποι στην εποχή μας; 
Τον συμπάθησε και αποφάσισε να τον βοηθήσει. 
Όλες τις μέρες στο νοσοκομείο δεν τον επισκέφτηκε κανένας.

Πήρε το εξιτήριο και, όταν τον ρώτησε που θα ήθελε να πάει, δεν ήξερε τι να πει. 
Κατάλαβε ότι ήταν τελείως μόνος, αλλά και άφραγκος. Πού θα πήγαινε;


Τον σκεπτόταν και ανησυχούσε, γι’ αυτό του είπε, απ’ έξω απ’ έξω, οτι έψαχνε πολύ καιρό για έναν κηπουρό, κάποιον που θα της πρόσεχε το σπίτι και θα περιποιούταν τον κήπο. Είχε δύο μικρά παιδιά και ζούσε μονάχη της, δεν είχε εμπιστοσύνη στους ανθρώπους και στο γεροντάκο αυτόν πίστευε ότι δεν θα της έκανε κακό.

«Θα πληρώνεσαι καλά», του είπε «και τα παιδία θα σε αγαπάνε σαν να είσαι δικός τους παππούς.

Δεν γνώρισαν παππού κι έχουν παράπονο».


Ο Μηνάς, στην αρχή, ήταν δύσπιστος. Μετά, όμως, δούλεψε το μυαλό του και απάντησε… «δε θέλω χρήματα, τι να τα κάνω εγώ τα λεφτά; Αυτό που θέλω είναι ένα πιάτο φαί, μια παράγκα να μένω και θα κάνω ότι μου πεις».
Η Ιφιγένεια πέταξε από χαρά. 
Επιτέλους είχε βρει τον άνθρωπο που ζητούσε. Τον πήρε, λοιπόν, και τον μετέφερε στη βίλα της, δε μετάνιωσε ποτέ, γιατί ο άστεγος της έφερε και γούρι. Έμενε στο σπιτάκι του κήπου, δούλευε όλη μέρα και ήταν πολύ χαρούμενος. Πάντα με το γέλιο και την καλή διάθεση, αγάπησε πολύ τα παιδιά, σαν να ήταν δικά του εγγόνια, είχε αλλάξει πραγματικά η ζωή του.
 Η Ιφιγένεια είχε βρει το δικό της άνθρωπο και έναν σοφό γέρο. 
Για κάθε τι που ήθελε ζητούσε τη συμβουλή του. 
Αποδείχτηκε πολύ σωστός, καλύτερος από τον ψυχολόγο της.

Η γυναίκα ήταν δυστυχισμένη. Μπορεί να είχε όσα λεφτά ήθελε, αλλά είχε περάσει από τις Συμπληγάδες πέτρες, από το μάτι του κυκλώνα. 
Είχε παντρευτεί το μεγαλύτερο και τον πιο πλούσιο επιχειρηματία των Αθηνών. 


Γι’ αυτήν, όμως, ήταν σωστός τύραννος, την κακοποιούσε, έδερνε τα παιδία, είχε γκόμενες, κάθε μέρα πήγαινε και με άλλη γυναίκα και, όταν επέστρεφε στο σπίτι, της έκανε τη ζωή κόλαση.

Μισούσε τα παιδιά του, θα μπορούσε να τον αφήσει και να φύγει. 
Της το είχε, όμως, δηλώσει κατηγορηματικά, όπου κι αν πήγαινε θα την έβρισκε και θα την σκότωνε κι αυτήν και τα παιδιά. 
Υπέφερε και είχε συνέχεια πονοκεφάλους.


Αν δεν δούλευε, σίγουρα θα είχε πεθάνει. Πολλές φορές σκέφτηκε να αυτοκτονήσει, δεν το έκανε, όμως, γιατί αγαπούσε τα σπλάχνα της και ήταν υπεύθυνη για τη ζωή τους και το χειρότερο, δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν.


Το έπαιζε χαρούμενη κι ευτυχισμένη, δεν εμπιστευόταν κανέναν.

Φυσικά, δε ζούσαν κάτω απ’ την ίδια στέγη, εκείνη, όμως, δε γνώριζε πότε θα ερχόταν στο σπίτι, θα έμπαινε με το κλειδί του σαν νοικοκύρης και θα τα έκανε όλα γυαλιά καρφιά. Ακόμα και στον ψυχολόγο της δεν μπορούσε να μιλήσει.

Ο μανιακός είχε τον τρόπο του να το μάθει και να την τιμωρήσει.

Ζούσε κλεισμένη στον εαυτό της με έναν συνεχή εφιάλτη.


Σιγά σιγά ο γερό Μηνάς είχε γίνει ο πατέρας της, ο κηδεμόνας της, ο ψυχίατρος της, ο άνθρωπος της, ο υποστηρικτής της. Μέσα σ’ αυτό το σπιτάκι του κήπου ο άλλοτε αλήτης του δρόμου, το απολωλός πρόβατο είχε γίνει γλυκός και τρυφερός, ένας σπουδαίος δάσκαλος, που μπορούσε να συμβουλέψει την Ιφιγένεια και τα παιδιά της και να τους είναι πολύ χρήσιμος σε όλες τις δύσκολες μέρες της ζωής τους.
 Ότι έκανε το έκανε μονάχα από αγάπη, ανιδιοτελώς, χωρίς να περιμένει αντάλλαγμα από τη μοναδική του φίλη. 
 
Η Ιφιγένεια και ο Μηνάς είχαν γίνει αχώριστοι, όλες τις ελεύθερες ώρες της η γιατρίνα καθόταν μαζί του και μιλούσαν. Φυσικά, μιλούσε μονάχα εκείνος κι αυτή τον άκουγε με ανοιχτό το στόμα.

Τελευταία είχε γίνει πολύ ευάλωτη με όσα έβλεπε και μάθαινε κάθε μέρα από τα μέσα ενημέρωσης, αλλά κι από την αγωνία των φτωχών και ταλαιπωρημένων ανθρώπων, μετά από την οικονομική κρίση και την εμπλοκή του Δ.Ν.Τ. και της Ε.Ε. στα ελληνικά ταμεία. Θα χρεοκοπούσαν οι Έλληνες και ποια θα ήταν η τύχη των παιδιών της;

Και ο πολύπαθος χωρικός της άνοιγε την καρδιά του και της έλεγε σοφά λόγια, που δεν τα είχε ακούσει ποτέ από κανέναν. «Άκουσε με, κορίτσι μου, δεν υπάρχει οικονομική κρίση ούτε στην Ελλάδα ούτε σε ολόκληρο τον κόσμο.

Η κρίση είναι πολιτική, κοινωνική, ηθική, ανθρώπινη, γιατί όλες οι πνευματικές αξίες έχουν ισοπεδωθεί. 


Σήμερα, αυτό που ενδιαφέρει τον κάθε άνθρωπο, γενικά, αλλά ας μιλήσουμε για τους Έλληνες, είναι τα υλικά αγαθά, η συσσώρευση του χρήματος, ο εύκολος πλουτισμός, η άνετη ζωή, όπως λένε, αν και δεν πιστεύω ότι είναι καθόλου άνετη, αλλά ένας κατήφορος, που δε σταματάει πουθενά. 
Αν αυτοί που μας κυβερνάνε και όλος ο πολιτισμένος κόσμος είχε καταλάβει ότι, χωρίς την ανθρώπινη εκμετάλλευση, τη ρεμούλα, την κλεψιά και την έμμονη ιδέα ότι ο πλανητάρχης και η ενωμένη Ευρώπη έχουν το δικαίωμα να επεμβαίνουν στη ζωή των διαφόρων λαών και να διοικούν τον υπόγειο πλούτο, που δεν τους ανήκει, να τους δημιουργούν μίση και εμφυλίους πολέμους, όλος ο κόσμος θα ζούσε καλύτερα. Δε χρειάζονται τόσα πολλά πράγματα για να περνάει καλά κάποιος άνθρωπος τη μέρα του…το φαγητό του, τα ρούχα του και ελάχιστα για την ψυχαγωγία του. Τα άλλα τι τον ωφελούν;
Τα δέκα σπίτια, τα ογδόντα αυτοκίνητα, τα αεροπλάνα, τα κότερα, οι μετοχές και τόσα περιττά; Αυτά είναι γελοία. Τι μας χρειάζονται εμάς τα όπλα, τα σαπιοκάραβα και τα σκουριασμένα παλιοσίδερα που μας έχει γονατίσει η Γερμανία και η Αμερική και πολλές άλλες χώρες για να μας παίρνουν όλο το χρήμα και να μας λένε ότι, τάχα, θα πρέπει να φυλάμε τα σύνορα μας!

Γίνονται, σήμερα, τέτοιοι πόλεμοι, χωρίς το τα δάκτυλο τρίτων και, ειδικά, χωρίς την επέμβαση της υπερδύναμης;


Η μητέρα Ευρώπη δε θα μπορούσε να μας εξασφαλίσει την ειρήνη με τη γείτονα χώρα, να τη συμπεριλάβει στην αγκαλιά της και να την κάνει μέλος της; Δε θα μπορούσε να μη μας μπλέξει με το Δ.Ν.Τ., δε θα μπορούσε να μας δανείσει, χωρίς τους υπέρογκους τόκους, δε θα μπορούσε να ηρεμήσει τις αγορές, για να μην πιστεύουν ότι, αν μας προσέφεραν τη βοήθεια τους, θα έχαναν τα λεφτά τους, ώστε να μη γίνονται οι μεγαλύτεροι τοκογλύφοι που έχουν περάσει ποτέ απ’ αυτόν τον τόπο!
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η μητέρα στα μέλη της και συγχρόνως αυτή που τρώει τα παιδιά της. Πουθενά και σε κανέναν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη από τη μέρα που μπήκαμε σ’ αυτήν τη διαδικασία.


Έχουμε χάσει τα αυγά με τα καλάθια… μίζες, χρέη, πανικός, κατάθλιψη και η άδικη αυτή μετακίνηση των πεινασμένων, των δυστυχισμένων ανθρώπων, που τους ξερίζωσαν από τη γη τους και τους φορτώνουν στις δικές μας πλάτες, αφού όλοι γνωρίζουν ότι δεν έχουμε τη δυνατότητα να τους προσφέρουμε καμιά βοήθεια. Προεκλογικά ο τότε πρωθυπουργός, Γεώργιος Παπανδρέου, είχε πει αληθινές κουβέντες, λεφτά υπάρχουν και πράγματι υπάρχουν, ρέει άφθονο χρήμα, η θέληση δεν υπάρχει να μοιραστούν στα κρατικά ταμεία και να σωθεί η Ελλάδα. 
Και το άλλο… ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε, κι αυτό αλήθεια είναι.
Είμαστε με το ένα πόδι στο χείλος του γκρεμού και ποιος σώφρων άνθρωπος μπορεί να το αρνηθεί; Ποιος, όμως να αλλάξει; 
Οι πεινασμένοι, οι άνεργοι, οι μικρομεσαίοι; Οι συνταξιούχοι; Η γενιά των 500 ευρώ; 

Επιτέλους, ας το κατανοήσουν οι έχοντες και κατέχοντες, οι κλεφτές, οι καταχραστές, τα λαμόγια, οι μεγιστάνες του πλούτου και, πάνω απ’ όλα, οι πολιτικοί.

Ότι όλα γίνονται αν αυτοί το θέλουν, με την κατανόηση, την αγάπη, την αλληλεγγύη, γιατί δεν προσφέρουν οι πλούσιοι, οι τραπεζίτες κι αυτοί που συνεχίζουν να κερδίζουν ακόμα και σήμερα τεράστια χρηματικά ποσά; Η πείνα μάτια δεν έχει, έλεγε η μάνα μου. Το αίσθημα της επιβίωσης είναι το πιο δυνατό ανθρώπινο συναίσθημα, θα ξεσηκωθούν οι πεινασμένοι σε ολόκληρο τον κόσμο, θα γίνουν μεγάλες εκρήξεις και τότε αλλοίμονο σε όλους.

Ο πέλεκυς θα πέσει επί δικαίων και αδίκων, κανένας δε θα γλυτώσει απ’ αυτήν τη συμφορά, μαζί θα καούμε όλοι στο πυρ το εξώτερο. Μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά.


Οι Έλληνες έχουν μια λαμπρή ιστορία, είμαστε έξυπνοι, είμαστε μεγαλόψυχοι, έχουμε περάσει δύσκολες στιγμές στο παρελθόν. Με την ομόνοια και με την αγάπη μας για την οικογένεια, για τη θρησκεία, για την Ελλάδα κάναμε θαύματα, μεγαλουργήσαμε, όλη η οικουμένη το γνωρίζει αυτό.
Ας στηριχτούμε στις δικές μας δυνάμεις, στα δικά μας πόδια, στο ελληνικό δαιμόνιο. Θα κερδίσουμε και αυτήν τη φορά.

Ας αποβάλουμε τις ξενόφερτες θεωρίες, όταν θέλουμε, μπορούμε, αρκεί να βοηθήσουμε όλοι, ο καθένας τον εαυτό μας και όλοι μαζί τη χώρα μας, τα παιδιά μας, την Ελλάδα μας. 
Μπορούμε, αρκεί να καταλάβουμε τι φταίει για την κρίση που μας έχει φτάσει στο τελευταίο σκαλοπάτι της χρεοκοπίας».



Η Ιφιγένεια έμενε άφωνη. 
Αλήθεια, πόσα πράγματα μπορείς να μάθεις από έναν περιθωριακό, που μέχρι χθες κοιμόταν στους δρόμους κι έτρωγε από τα σκουπίδια!! Υπάρχουν επιστήμονες που αναλώσαν τη ζωή τους μελετώντας τα οικονομικά και την πολιτική μιας χώρας, κι όμως δε γνωρίζουν ή δε θέλουν να πούνε πράγματα με τ' όνομά τους. Έτσι εμείς οι ίδιοι δυσκολεύουμε τη ζωή μας και καταλύσουμε σε τόσες ακραίες καταστάσεις, μονάχα από απληστία, από υστεροβουλία, από κομπορρημοσύνη, από μισαλλοδοξία και από κούφιες ιδέες, που κάθε φορά μας οδηγούν στον αλληλοσπαραγμό και στην ταπείνωση.


Ο γερό Μηνάς, στην Εκάλη, είχε ξαναβρεί τον παλιό καλό του εαυτό και την ορθή σκέψη του. 
Δε σβήνουν τέτοια βιώματα, δεν μπορούσε, όμως, να ξαναγυρίσει στο θάνατό του.

Δυστυχώς, όλοι ζούμε μια ζωή και, φυσικά, κανένας δεν μπορεί να αλλάξει το πεπρωμένο του. Ο ι γονείς του, σίγουρα, θα είχαν πεθάνει και τα αδέλφια του ποιος ξέρει που θα βρισκόταν. 
Θα είχαν πάρει των ομματίων τους και θα είχαν γίνει μετανάστες σε μια ξένη και αφιλόξενη χώρα. Δεν ήθελε να σκέφτεται, είχε πληρώσει πολύ ακριβά για τις επιλογές του, όλοι πληρώνουμε για τις επιλογές μας. 
Τίποτα δε μας χαρίζεται σ’ αυτήν τη ζωή. Αυτό που του έδινε τη δύναμη και το κουράγιο να περνάει την κάθε μέρα του, ήταν τα παιδιά, ο Σωκράτης και η Άννα-Μαρία. 
Τα αγαπούσε υπερβολικά, περνούσε πολλές ώρες κοντά τους και αυτά για να τον χαίρονται έπαιζαν μαζί του.

Κάποια μέρα έψαξαν και βρήκαν παλιές ξεχασμένες φωτογραφίες κι άρχισαν να τις ξετυλίγουν μπροστά του. Και όλος τυχαίως! ξεπήδησε μια φωτογραφία της γιαγιάς τους, της Κλεοπάτρας, να κρατάει αγκαλιά την κόρη της την Ιφιγένεια, βγαίνοντας από το μαιευτήριο. 
Μαζί ήταν ο πατριός της, ο Αλέξανδρος και η μητέρα της, η Αμαλία. Τη γνώρισε αμέσως.


Ο Μηνάς, μπροστά στην ξαφνική κι απρόσμενη εμφάνιση της μοναδικής γυναίκας που αγάπησε με όλο του το είναι, της μοιραίας εκείνης γυναίκας που του κατάστρεψε τη ζωή, έπαθε σοκ. 
Η απροσδόκητη λύπη αλλά και η μεγάλη χαρά και συγκίνηση, γιατί επιτέλους είχε γνωρίσει την κόρη του και τα εγγόνια του, έγιναν αιτία για το θάνατο του. 

Δεν άντεξε, έπαθε αμέσως καρδιακή ανακοπή και κατέληξε!...

Κανένας δεν έμαθε ποτέ γιατί συνέβη αυτό το απρόοπτο, αυτός ο ξαφνικός θάνατος.

Ο άδικος χαμός του ήταν μεγάλη απώλεια για την Ιφιγένεια, αλλά και για τα παιδιά.

Έχασαν τον καλύτερο άνθρωπο, τον ''Άγιο Μηνά'', που τους έμαθε να ζούνε, να σκέπτονται, να αγαπάνε, να εμπιστεύονται, να συγχωρούν και να υπομένουν όλα τα δεινά που δίνει ο Κύριος.-





                                     


                                                                ΦΑΙΔΡΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ - ΚΑΡΑΓΑΤΣΟΥ


 

 
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου